προσωπικοτητεσ
Μαλάλα Γιουσαφζάι
Η Μαλάλα Γιουσαφζάι είναι μαθήτρια από το Πακιστάν που αγωνίζεται για το δικαίωμα των κοριτσιών στην εκπαίδευση στη χώρα της.
Η Μαλάλα γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1997 στην πόλη Μινγκάορα του Πακιστάν, μέλος μιας οικογένειας σουνιτών Παστούν. Γονείς της ήταν οι Ζιαουντίν Γιουσαφζάι και Τουρ Πεκάι. Η Μαλάλα έχει και δύο μικρότερους αδελφούς. Η πρώτη της εκπαίδευση τής δόθηκε από τον πατέρα της, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης σχολείου και ποιητής. Το όνομά της είναι προς τιμή της Πακιστανής λαϊκής ηρωίδας Μαλαλάι (1861-1880).
Σε ηλικία 11 ετών ξεκίνησε να γράφει (χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο) σε blog, όπου περιέγραφε τη ζωή της στην πόλη Mingora, στο βορειοδυτικό Πακιστάν, μετά την κατάληψη της εξουσίας στην περιοχή από τους Ταλιμπάν, που απαγόρευσαν στα κορίτσια να πηγαίνουν στο σχολείο και εξέφραζε τις απόψεις της σχετικά με το δικαίωμα των κοριτσιών στη μόρφωση. Τα επόμενα χρόνια έδωσε συνεντεύξεις σε διάφορα μέσα, τόσο της χώρας της όσο και άλλων χωρών, στις οποίες υποστήριζε το δικαίωμα των κοριτσιών να πηγαίνουν στο σχολείο. Στο μεταξύ έγινε γνωστή η ταυτότητά της.
Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου 2012 ένας άντρας πυροβόλησε στο κεφάλι τη Μαλάλα Γιουσαφζάι ενώ βρισκόταν μέσα στο σχολικό λεωφορείο, τραυματίζοντάς την πολύ σοβαρά. Τις μέρες μετά την επίθεση νοσηλεύθηκε σε κρίσιμη κατάσταση σε νοσοκομείο στο Πακιστάν και στη συνέχεια, όταν βελτιώθηκε η κατάστασή της, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Queen Elizabethτου Μπέρμιγχαμ, στην Αγγλία. Η απόπειρα δολοφονίας προκάλεσε μια έκρηξη συμπαράστασης προς την 15χρονη τότε μαθήτρια, τόσο στο Πακιστάν όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το 2013 της απονεμήθηκε το Βραβείο Ζαχάρωφ και ήταν υποψήφια για το Νόμπελ Ειρήνης.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CE%BB%CE%B1_%CE%93%CE%B9%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1%CF%86%CE%B6%CE%AC%CE%B9
Η Μαλάλα Γιουσαφζάι είναι μαθήτρια από το Πακιστάν που αγωνίζεται για το δικαίωμα των κοριτσιών στην εκπαίδευση στη χώρα της.
Η Μαλάλα γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1997 στην πόλη Μινγκάορα του Πακιστάν, μέλος μιας οικογένειας σουνιτών Παστούν. Γονείς της ήταν οι Ζιαουντίν Γιουσαφζάι και Τουρ Πεκάι. Η Μαλάλα έχει και δύο μικρότερους αδελφούς. Η πρώτη της εκπαίδευση τής δόθηκε από τον πατέρα της, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης σχολείου και ποιητής. Το όνομά της είναι προς τιμή της Πακιστανής λαϊκής ηρωίδας Μαλαλάι (1861-1880).
Σε ηλικία 11 ετών ξεκίνησε να γράφει (χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο) σε blog, όπου περιέγραφε τη ζωή της στην πόλη Mingora, στο βορειοδυτικό Πακιστάν, μετά την κατάληψη της εξουσίας στην περιοχή από τους Ταλιμπάν, που απαγόρευσαν στα κορίτσια να πηγαίνουν στο σχολείο και εξέφραζε τις απόψεις της σχετικά με το δικαίωμα των κοριτσιών στη μόρφωση. Τα επόμενα χρόνια έδωσε συνεντεύξεις σε διάφορα μέσα, τόσο της χώρας της όσο και άλλων χωρών, στις οποίες υποστήριζε το δικαίωμα των κοριτσιών να πηγαίνουν στο σχολείο. Στο μεταξύ έγινε γνωστή η ταυτότητά της.
Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου 2012 ένας άντρας πυροβόλησε στο κεφάλι τη Μαλάλα Γιουσαφζάι ενώ βρισκόταν μέσα στο σχολικό λεωφορείο, τραυματίζοντάς την πολύ σοβαρά. Τις μέρες μετά την επίθεση νοσηλεύθηκε σε κρίσιμη κατάσταση σε νοσοκομείο στο Πακιστάν και στη συνέχεια, όταν βελτιώθηκε η κατάστασή της, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Queen Elizabethτου Μπέρμιγχαμ, στην Αγγλία. Η απόπειρα δολοφονίας προκάλεσε μια έκρηξη συμπαράστασης προς την 15χρονη τότε μαθήτρια, τόσο στο Πακιστάν όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το 2013 της απονεμήθηκε το Βραβείο Ζαχάρωφ και ήταν υποψήφια για το Νόμπελ Ειρήνης.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CE%BB%CE%B1_%CE%93%CE%B9%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1%CF%86%CE%B6%CE%AC%CE%B9
Ζαν-Πωλ Σαρτρ
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre, ολόκληρο: Jean-Paul Charles Aymard Sartre) (Παρίσι 21 Ιουνίου 1905 - Παρίσι 15 Απριλίου 1980), ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός, γνωστότερος εκπρόσωπος του υπαρξισμού. Θεωρούσε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος υπήρξε ένας στρατευμένος καλλιτέχνης στηρίζοντας τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το έργο του. Αποστρεφόταν τις επίσημες τελετές και τα αξιώματα και για αυτό το λόγο, το 1964, αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Γόνος αστικής οικογενείας, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι, στο σπίτι των παππούδων του από την πλευρά της μητέρας του. Ο στρατιωτικός πατέρας του είχε πεθάνει από κίτρινο πυρετό λίγο μετά τη γέννηση του. Όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, μετακόμισε με τον πατριό του στη Λα Ροσέλ μέχρι το 1921 οπότε επέστρεψε άρρωστος στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του σε καλύτερο σχολικό περιβάλλον.
Συνέχισε τη φοίτησή του στο κλασσικό λύκειο Henri-IV όπου γνώρισε τον καλύτερο του φίλο, τον Πωλ Νιζάν, με τον οποίο απολάμβαναν μία ανέμελη εφηβεία. Προετοιμάστηκαν μαζί και επέτυχαν την εισαγωγή τους στην περίφημη École Normale Supérieure. Εκεί περιτριγυρισμένος από τον ανθό της γαλλικής διανόησης, ο Σαρτρ έγινε πολύ δημοφιλής και ανέπτυξε την επαναστατική του φύση. Πήρε τελικά το πτυχίο φιλοσοφίας το 1929, αφού απέτυχε στις εξετάσεις της προηγούμενης χρονιάς στις οποίες είχε πρωτεύσει ο Ρεϊμόν Αρόν. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χρονιάς της προετοιμασίας του, συνάντησε τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ, την κατοπινή ισόβια σύντροφό του.Στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο κατατάχτηκε στην υπηρεσία μετεωρολογίας του στρατού και συνελήφθη αιχμάλωτος ανήμερα των γενεθλίων του, στις 21 Ιουνίου 1940. Εγκλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία από όπου μπόρεσε να διαφύγει μόνο με ψευδείς ιατρικές βεβαιώσεις. Εκεί θα διαμορφώσει την άποψη ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ατομιστής αλλά έχει χρέος στην κοινωνία. Μετά την αποφυλάκισή του, τίθεται πλέον υπέρ της στρατευμένης τέχνης και διανόησης και έτσι συμμετέχει στο αντιστασιακό δίκτυο «Σοσιαλισμός και ελευθερία» (« Socialisme et liberté »).
Το 1943 ανεβάζει μάλλον με αποτυχία το θεατρικό έργο «Οι μύγες» (Les Mouches) που ερμηνεύεται όμως ως παρακίνηση για αντίσταση. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει το «Είναι και το μηδέν» (L'Être et le Néant) και γράφει το θεατρικό «Κεκλεισμένων των θυρών» (Huis clos), που θα παρασταθεί με επιτυχία τον Μάιο του 1944. Λίγο πριν τη απελευθέρωση του Παρισιού, ο Καμύ τον καλεί να συμμετάσχει στο σημαντικότερο αντιστασιακό δίκτυο της εποχής "Η μάχη" (Le combat). Ο Σαρτρ θα γράψει για την ομώνυμη παράνομη εφημερίδα και θα γίνει διάσημος περιγράφοντας την απελευθέρωση του Παρισιού στα πρωτοσέλιδά της. Αυτή η φήμη θα του εξασφαλίσει αργότερα ένα ταξίδι στην Αμερική, όπου θα απολαύσει υποδοχή αντιστασιακού ήρωα.
Ο Σαρτρ έχει ήδη γίνει διάσημος: απολαμβάνει εξαιρετική επιτυχία και κυριαρχεί στα γαλλικά γράμματα. Ιδρύει το περίφημο λογοτεχνικό περιοδικό "Μοντέρνοι καιροί" (Les Temps modernes), όπου γράφουν εκτός από τον ίδιο η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ο Μερλώ-Ποντύ και ο Ρεϊμόν Αρόν και διαδίδει τις ιδέες του μέσα από αυτό. Στο εκδοτικό σημείωμα του πρώτου τεύχους μάλιστα θέτει το θέμα της ευθύνης των διανοούμενων καθώς και της στρατευμένης λογοτεχνίας.
Η δημοτικότητα που απολαμβάνει είναι τεράστια: όταν στις 29 Οκτωβρίου 1945 προσκαλείται από έναν σύλλογο σε μία μικρή αίθουσα του Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε για να κάνει διάλεξη με τίτλο "Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός" ("L'existentialisme est un humanisme") συνωστίζεται τόσος κόσμος, που επικρατεί το τέλειο πανδαιμόνιο. Ο υπαρξισμός έχει πλέον γίνει μόδα.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CE%B1%CE%BD-%CE%A0%CF%89%CE%BB_%CE%A3%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%81
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre, ολόκληρο: Jean-Paul Charles Aymard Sartre) (Παρίσι 21 Ιουνίου 1905 - Παρίσι 15 Απριλίου 1980), ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός, γνωστότερος εκπρόσωπος του υπαρξισμού. Θεωρούσε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος υπήρξε ένας στρατευμένος καλλιτέχνης στηρίζοντας τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το έργο του. Αποστρεφόταν τις επίσημες τελετές και τα αξιώματα και για αυτό το λόγο, το 1964, αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Γόνος αστικής οικογενείας, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι, στο σπίτι των παππούδων του από την πλευρά της μητέρας του. Ο στρατιωτικός πατέρας του είχε πεθάνει από κίτρινο πυρετό λίγο μετά τη γέννηση του. Όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, μετακόμισε με τον πατριό του στη Λα Ροσέλ μέχρι το 1921 οπότε επέστρεψε άρρωστος στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του σε καλύτερο σχολικό περιβάλλον.
Συνέχισε τη φοίτησή του στο κλασσικό λύκειο Henri-IV όπου γνώρισε τον καλύτερο του φίλο, τον Πωλ Νιζάν, με τον οποίο απολάμβαναν μία ανέμελη εφηβεία. Προετοιμάστηκαν μαζί και επέτυχαν την εισαγωγή τους στην περίφημη École Normale Supérieure. Εκεί περιτριγυρισμένος από τον ανθό της γαλλικής διανόησης, ο Σαρτρ έγινε πολύ δημοφιλής και ανέπτυξε την επαναστατική του φύση. Πήρε τελικά το πτυχίο φιλοσοφίας το 1929, αφού απέτυχε στις εξετάσεις της προηγούμενης χρονιάς στις οποίες είχε πρωτεύσει ο Ρεϊμόν Αρόν. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χρονιάς της προετοιμασίας του, συνάντησε τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ, την κατοπινή ισόβια σύντροφό του.Στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο κατατάχτηκε στην υπηρεσία μετεωρολογίας του στρατού και συνελήφθη αιχμάλωτος ανήμερα των γενεθλίων του, στις 21 Ιουνίου 1940. Εγκλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία από όπου μπόρεσε να διαφύγει μόνο με ψευδείς ιατρικές βεβαιώσεις. Εκεί θα διαμορφώσει την άποψη ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ατομιστής αλλά έχει χρέος στην κοινωνία. Μετά την αποφυλάκισή του, τίθεται πλέον υπέρ της στρατευμένης τέχνης και διανόησης και έτσι συμμετέχει στο αντιστασιακό δίκτυο «Σοσιαλισμός και ελευθερία» (« Socialisme et liberté »).
Το 1943 ανεβάζει μάλλον με αποτυχία το θεατρικό έργο «Οι μύγες» (Les Mouches) που ερμηνεύεται όμως ως παρακίνηση για αντίσταση. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει το «Είναι και το μηδέν» (L'Être et le Néant) και γράφει το θεατρικό «Κεκλεισμένων των θυρών» (Huis clos), που θα παρασταθεί με επιτυχία τον Μάιο του 1944. Λίγο πριν τη απελευθέρωση του Παρισιού, ο Καμύ τον καλεί να συμμετάσχει στο σημαντικότερο αντιστασιακό δίκτυο της εποχής "Η μάχη" (Le combat). Ο Σαρτρ θα γράψει για την ομώνυμη παράνομη εφημερίδα και θα γίνει διάσημος περιγράφοντας την απελευθέρωση του Παρισιού στα πρωτοσέλιδά της. Αυτή η φήμη θα του εξασφαλίσει αργότερα ένα ταξίδι στην Αμερική, όπου θα απολαύσει υποδοχή αντιστασιακού ήρωα.
Ο Σαρτρ έχει ήδη γίνει διάσημος: απολαμβάνει εξαιρετική επιτυχία και κυριαρχεί στα γαλλικά γράμματα. Ιδρύει το περίφημο λογοτεχνικό περιοδικό "Μοντέρνοι καιροί" (Les Temps modernes), όπου γράφουν εκτός από τον ίδιο η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ο Μερλώ-Ποντύ και ο Ρεϊμόν Αρόν και διαδίδει τις ιδέες του μέσα από αυτό. Στο εκδοτικό σημείωμα του πρώτου τεύχους μάλιστα θέτει το θέμα της ευθύνης των διανοούμενων καθώς και της στρατευμένης λογοτεχνίας.
Η δημοτικότητα που απολαμβάνει είναι τεράστια: όταν στις 29 Οκτωβρίου 1945 προσκαλείται από έναν σύλλογο σε μία μικρή αίθουσα του Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε για να κάνει διάλεξη με τίτλο "Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός" ("L'existentialisme est un humanisme") συνωστίζεται τόσος κόσμος, που επικρατεί το τέλειο πανδαιμόνιο. Ο υπαρξισμός έχει πλέον γίνει μόδα.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CE%B1%CE%BD-%CE%A0%CF%89%CE%BB_%CE%A3%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%81
Σαρλ ντε Γκωλ
Ο Σαρλ ντε Γκωλ (ή Κάρολος ντε Γκωλ, Charles de Gaulle, στη Γαλλία συνήθως Général De Gaulle, Λιλ 22 Νοεμβρίου 1890 - 9 Νοεμβρίου 1970), ήταν Γάλλος στρατηγόςκαι πολιτικός. Μεταξύ του 1944 και του 1946, μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας από τη γερμανική κατοχή, ήταν επικεφαλής της γαλλικής προσωρινής κυβέρνησης. Καλούμενος για να διαμορφώσει κυβέρνηση το 1958, εμπνεύστηκε ένα νέο Σύνταγμα και ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1958 ως το 1969. Η πολιτική ιδεολογία του είναι γνωστή ως Γκωλισμός (Gaullisme) και έχει σημαντική επιρροή στην γαλλική πολιτική μέχρι και σήμερα.
Ο Σαρλ ντε Γκωλ γεννήθηκε στη Λιλ (Lille) της Γαλλίας ως δευτερότοκος γιος μιας οικογένειας ρωμαιοκαθολικών της ανώτερης μεσοαστικής τάξης και διαποτίστηκε με τις διδαχές του φιλόσοφου πατέρα του, γεγονός όμως που δεν τον εμπόδιζε να εκδηλώσει εξ απαλών ονύχων το ενδιαφέρον του για στρατιωτική σταδιοδρομία.
Το 1913, γίνεται ανθυπολοχαγός σε σύνταγμα πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη Φιλίπ Πεταίν. Όταν ένα χρόνο αργότερα ξεσπά ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ο Ντε Γκωλ πολεμά στο Βερντέν και τραυματίζεται τρεις φορές. Το 1921, νυμφεύεται την Υβόν, με την οποία αποκτά τρία παιδιά. Το 1925, ο Πεταίν τον τοποθετεί αξιωματικό του επιτελείου του Ανώτερου Πολεμικού Συμβουλίου και για αρκετά χρόνια υπηρετεί στην στρατιωτική δύναμη κατοχής στη Ρηνανία της Γερμανίας.
Εκεί έγραψε το έργο «Η διχόνοια στους κόλπους του εχθρού», μία μελέτη γύρω από τον συσχετισμό πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων στη Γερμανία. Ακολουθεί η μελέτη στρατιωτικής θεωρίας «Προς έναν επαγγελματικό στρατό», στην οποία υποστηρίζει με ζήλο την ιδέα ενός ολιγάριθμου στρατού εξοπλισμένο σε ύψιστο βαθμό με μηχανοκίνητα μέσα. Οι απόψεις του έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την αμυντική πολιτική που έχει υιοθετηθεί τότε στην Γαλλία από τον Στρατηγό Μωρίς Γκαμελέν. Οι θεωρίες του επιβεβαιώνονται όταν ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στη Γαλλία. Ο ίδιος τιμάται για τη δράση του με τον βαθμό του ταξιάρχου, στα γαλλικά 'Général de brigade', κατά λέξη στρατηγός ταξιαρχίας, εξ ου και η τιμητική προσφώνηση Στρατηγός.
Όταν βλέπει την πατρίδα του έτοιμη να παραδοθεί στις δυνάμεις του Άξονα, καταφεύγει στο Λονδίνο. Στις 18 Ιουνίου 1940, απευθύνει την ραδιοφωνική έκκληση προς τους συμπατριώτες του να συνεχίσουν τον πόλεμο υπό την ηγεσία του και στις 2 Αυγούστου ένα γαλλικό στρατοδικείο τον καταδικάζει ερήμην σε θάνατο.
Με το τέλος του πολέμου στη Γαλλία συμμετέχει στις 26 Αυγούστου 1944 σε μια πορεία θριάμβου στα Ηλύσια Πεδία επευφημούμενος ως εθνικός ήρωας. Ο ίδιος αντιτάσσεται στη νεοσύστατη Δ΄ Γαλλική Δημοκρατία.
Αναπτύσσει στενές πολιτικές σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία και η προσωπική φιλία του με τον Γερμανό καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ εξελίσσεται στην Γερμανο-Γαλλική Φιλία. Παράλληλα, ήταν αντιμέτωπος με την επιρροή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη. Πέθανε το 1970, από καρδιακή προσβολή.
Από νωρίς υποστήριξε την προσέγγιση της Ελλάδος στην (τότε) ΕΟΚ, πράγμα που τόνισε και κατά την διάρκεια τις επίσκεψης του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Παρίσι. Επίσης ήταν υπέρ της προστασίας της Ελλάδος από τους επικίνδυνους γείτονές της. Ο ντε Γκωλ δέχτηκε και πρόσκληση από τον Βασιλιά Παύλο να επισκεφθεί την Ελλάδα. Η επίσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1963.
Ο Σαρλ ντε Γκωλ εγκατέλειψε την προεδρία το μεσημέρι της 28ης Απριλίου 1969, ύστερα από την απόρριψη της προτεινόμενης μεταρρύθμισης του της Γερουσίας και των τοπικών κυβερνήσεων σε ένα εθνικό δημοψήφισμα. Ο ντε Γκωλ είχε υποσχεθεί ότι αν το δημοψήφισμα αποτύγχανε, θα παραιτούνταν από την θέση του. Παρότι ο ντε Γκωλ εκφώνησε οκτάλεπτη ομιλία, το δημοψήφισμα απέτυχε και έτσι παραιτήθηκε με συνέπεια, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον Ζωρζ Πομπιντού.
Ο ντε Γκωλ αποσύρθηκε για ακόμα μια φορά στο Κολομπέ λε ντεζ Εγκλίζ, όπου πέθανε ξαφνικά στις 9 Νοεμβρίου 1970, δύο εβδομάδες πριν από τα ογδοηκοστά του γενέθλια και καταμεσής της συγγραφής των απομνημονευμάτων του. Η υγεία του ήταν πάρα πολύ καλή μέχρι τότε παρότι είχε κάνει μια εγχείρηση προστάτη μερικά χρόνια πριν. Καθόταν μπροστά από την τηλεόραση ενώ περίμενε την αρχή των ειδήσεων όταν ένιωσε αδιαθεσία και κατέρρευσε. Η γυναίκα του κάλεσε τον γιατρό και τον τοπικό ιερέα, αλλά μέχρι να φθάσουν είχε πεθάνει: η αιτία θανάτου ήταν καρδιακή προσβολή.
Ο ντε Γκωλ είχε κάνει ετοιμασίες και επέμεινε η κηδεία του να γινόταν στο Κολομπέ, και ότι κανένας πρόεδρος ή υπουργός θα παραστεκόταν - μόνο οι σύντροφοι του της Τάξης της Απελευθέρωσης. Οι αρχηγοί κρατών έπρεπε να ικανοποιηθούν με μια ταυτόχρονη λειτουργία στην Παναγία των Παρισίων. Μεταφέρθηκε στον τάφο του σε ένα θωρακισμένο όχημα αναγνώρισης, και καθώς καταβιβαζόταν στο έδαφος όλες οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της Γαλλίας κτύπησαν ξεκινώντας από την Νοτρ Νταμ. Τάφηκε στις 12 Νοεμβρίου.
Προσδιόρισε ότι η ταφόπλακά του θα έφερε την απλή γραφή του ονόματός τους και τις χρονιές γέννησης και θανάτου. Οπότε, απλά αναφέρεται: "Charles de Gaulle, 1890–1970".
Η οικογένειά του έχει μετατρέψει την κατοικία La Boisserie σε ίδρυμα, το Μουσείο Σαρλ ντε Γκωλ.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B1%CF%81%CE%BB_%CE%BD%CF%84%CE%B5_%CE%93%CE%BA%CF%89%CE%BB
Ο Σαρλ ντε Γκωλ (ή Κάρολος ντε Γκωλ, Charles de Gaulle, στη Γαλλία συνήθως Général De Gaulle, Λιλ 22 Νοεμβρίου 1890 - 9 Νοεμβρίου 1970), ήταν Γάλλος στρατηγόςκαι πολιτικός. Μεταξύ του 1944 και του 1946, μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας από τη γερμανική κατοχή, ήταν επικεφαλής της γαλλικής προσωρινής κυβέρνησης. Καλούμενος για να διαμορφώσει κυβέρνηση το 1958, εμπνεύστηκε ένα νέο Σύνταγμα και ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1958 ως το 1969. Η πολιτική ιδεολογία του είναι γνωστή ως Γκωλισμός (Gaullisme) και έχει σημαντική επιρροή στην γαλλική πολιτική μέχρι και σήμερα.
Ο Σαρλ ντε Γκωλ γεννήθηκε στη Λιλ (Lille) της Γαλλίας ως δευτερότοκος γιος μιας οικογένειας ρωμαιοκαθολικών της ανώτερης μεσοαστικής τάξης και διαποτίστηκε με τις διδαχές του φιλόσοφου πατέρα του, γεγονός όμως που δεν τον εμπόδιζε να εκδηλώσει εξ απαλών ονύχων το ενδιαφέρον του για στρατιωτική σταδιοδρομία.
Το 1913, γίνεται ανθυπολοχαγός σε σύνταγμα πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη Φιλίπ Πεταίν. Όταν ένα χρόνο αργότερα ξεσπά ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ο Ντε Γκωλ πολεμά στο Βερντέν και τραυματίζεται τρεις φορές. Το 1921, νυμφεύεται την Υβόν, με την οποία αποκτά τρία παιδιά. Το 1925, ο Πεταίν τον τοποθετεί αξιωματικό του επιτελείου του Ανώτερου Πολεμικού Συμβουλίου και για αρκετά χρόνια υπηρετεί στην στρατιωτική δύναμη κατοχής στη Ρηνανία της Γερμανίας.
Εκεί έγραψε το έργο «Η διχόνοια στους κόλπους του εχθρού», μία μελέτη γύρω από τον συσχετισμό πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων στη Γερμανία. Ακολουθεί η μελέτη στρατιωτικής θεωρίας «Προς έναν επαγγελματικό στρατό», στην οποία υποστηρίζει με ζήλο την ιδέα ενός ολιγάριθμου στρατού εξοπλισμένο σε ύψιστο βαθμό με μηχανοκίνητα μέσα. Οι απόψεις του έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την αμυντική πολιτική που έχει υιοθετηθεί τότε στην Γαλλία από τον Στρατηγό Μωρίς Γκαμελέν. Οι θεωρίες του επιβεβαιώνονται όταν ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στη Γαλλία. Ο ίδιος τιμάται για τη δράση του με τον βαθμό του ταξιάρχου, στα γαλλικά 'Général de brigade', κατά λέξη στρατηγός ταξιαρχίας, εξ ου και η τιμητική προσφώνηση Στρατηγός.
Όταν βλέπει την πατρίδα του έτοιμη να παραδοθεί στις δυνάμεις του Άξονα, καταφεύγει στο Λονδίνο. Στις 18 Ιουνίου 1940, απευθύνει την ραδιοφωνική έκκληση προς τους συμπατριώτες του να συνεχίσουν τον πόλεμο υπό την ηγεσία του και στις 2 Αυγούστου ένα γαλλικό στρατοδικείο τον καταδικάζει ερήμην σε θάνατο.
Με το τέλος του πολέμου στη Γαλλία συμμετέχει στις 26 Αυγούστου 1944 σε μια πορεία θριάμβου στα Ηλύσια Πεδία επευφημούμενος ως εθνικός ήρωας. Ο ίδιος αντιτάσσεται στη νεοσύστατη Δ΄ Γαλλική Δημοκρατία.
Αναπτύσσει στενές πολιτικές σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία και η προσωπική φιλία του με τον Γερμανό καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ εξελίσσεται στην Γερμανο-Γαλλική Φιλία. Παράλληλα, ήταν αντιμέτωπος με την επιρροή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη. Πέθανε το 1970, από καρδιακή προσβολή.
Από νωρίς υποστήριξε την προσέγγιση της Ελλάδος στην (τότε) ΕΟΚ, πράγμα που τόνισε και κατά την διάρκεια τις επίσκεψης του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Παρίσι. Επίσης ήταν υπέρ της προστασίας της Ελλάδος από τους επικίνδυνους γείτονές της. Ο ντε Γκωλ δέχτηκε και πρόσκληση από τον Βασιλιά Παύλο να επισκεφθεί την Ελλάδα. Η επίσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1963.
Ο Σαρλ ντε Γκωλ εγκατέλειψε την προεδρία το μεσημέρι της 28ης Απριλίου 1969, ύστερα από την απόρριψη της προτεινόμενης μεταρρύθμισης του της Γερουσίας και των τοπικών κυβερνήσεων σε ένα εθνικό δημοψήφισμα. Ο ντε Γκωλ είχε υποσχεθεί ότι αν το δημοψήφισμα αποτύγχανε, θα παραιτούνταν από την θέση του. Παρότι ο ντε Γκωλ εκφώνησε οκτάλεπτη ομιλία, το δημοψήφισμα απέτυχε και έτσι παραιτήθηκε με συνέπεια, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον Ζωρζ Πομπιντού.
Ο ντε Γκωλ αποσύρθηκε για ακόμα μια φορά στο Κολομπέ λε ντεζ Εγκλίζ, όπου πέθανε ξαφνικά στις 9 Νοεμβρίου 1970, δύο εβδομάδες πριν από τα ογδοηκοστά του γενέθλια και καταμεσής της συγγραφής των απομνημονευμάτων του. Η υγεία του ήταν πάρα πολύ καλή μέχρι τότε παρότι είχε κάνει μια εγχείρηση προστάτη μερικά χρόνια πριν. Καθόταν μπροστά από την τηλεόραση ενώ περίμενε την αρχή των ειδήσεων όταν ένιωσε αδιαθεσία και κατέρρευσε. Η γυναίκα του κάλεσε τον γιατρό και τον τοπικό ιερέα, αλλά μέχρι να φθάσουν είχε πεθάνει: η αιτία θανάτου ήταν καρδιακή προσβολή.
Ο ντε Γκωλ είχε κάνει ετοιμασίες και επέμεινε η κηδεία του να γινόταν στο Κολομπέ, και ότι κανένας πρόεδρος ή υπουργός θα παραστεκόταν - μόνο οι σύντροφοι του της Τάξης της Απελευθέρωσης. Οι αρχηγοί κρατών έπρεπε να ικανοποιηθούν με μια ταυτόχρονη λειτουργία στην Παναγία των Παρισίων. Μεταφέρθηκε στον τάφο του σε ένα θωρακισμένο όχημα αναγνώρισης, και καθώς καταβιβαζόταν στο έδαφος όλες οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της Γαλλίας κτύπησαν ξεκινώντας από την Νοτρ Νταμ. Τάφηκε στις 12 Νοεμβρίου.
Προσδιόρισε ότι η ταφόπλακά του θα έφερε την απλή γραφή του ονόματός τους και τις χρονιές γέννησης και θανάτου. Οπότε, απλά αναφέρεται: "Charles de Gaulle, 1890–1970".
Η οικογένειά του έχει μετατρέψει την κατοικία La Boisserie σε ίδρυμα, το Μουσείο Σαρλ ντε Γκωλ.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B1%CF%81%CE%BB_%CE%BD%CF%84%CE%B5_%CE%93%CE%BA%CF%89%CE%BB
Καλλιρόη Περρέν
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1867). Αρχικά φοιτά στο σχολείο Σουρμελή και στην συνέχεια στην Γαλλική σχολή των Καλογραιών στον Πειραιά . Το 1878 παίρνει το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο. Στη συνέχεια ανέλαβε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Μετά διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας μητέρας, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Έχοντας την υποστήριξη του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, ο οποίος την ενθάρρυνε στους αγώνες της, αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια διεκδικεί και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και εκδότριας όταν το 1888 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των Κυριών, που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά. Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για τριάντα σχεδόν χρόνια μέχρι το 1918 όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής.
Η Καλλιρρόη Παρρέν αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορα διεθνή τότε συνέδρια στο Παρίσι (1889, 1891 και 1896) στο πρώτο των οποίων είχε προεδρεύσει ο φιλόσοφος Ζυλ Σιμόν. Το 1893 αντιπροσώπευσε τις Ελληνίδες στο Διεθνές Συνέδριο του Σικάγου και το ίδιο έτος μετά την επιστροφή της ίδρυσε την "Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών" προς βοήθεια περισσότερο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των απόρων γυναικών. Ίδρυσε επίσης πολλά κοινωφελή ιδρύματα και οργανώσεις όπως τη "Σχολή της Κυριακής, απόρων γυναικών και κορασίδων" (1890), την οποία και έθεσε υπό την προστασία (αιγίδα) και προεδρεία της Βασίλισσας Όλγας, το "Άσυλο Ανιάτων Γυναικών" μαζί με την Ναταλία Σούτσου το (1896), το "Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης" και την "Ένωση των Ελληνίδων" υπό την διεύθυνση της Αικατερίνης Λασκαρίδου, και δύο χρόνια μετά τον "Πατριωτικό Σύνδεσμο" (1898), ενώ δεν έπαψε και τις κινήσεις υπέρ της παροχής ίσων ευκαιριών συμμετοχής στην εκπαίδευση και την πολιτική ζωή της χώρας, στις γυναίκες, που όλες δυστυχώς από τις κρατούσες τότε κυβερνήσεις ατύχησαν.
Επίσης, πάθος της για την αναγέννηση και διατήρηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων, την οδήγησε το 1911 να δημιουργήσει το «Λύκειον των Ελληνίδων», το οποίο ξεκίνησε κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, την καταγραφή, διδασκαλία και παρουσίαση παραδοσιακών χορών, ενώ η δράση του είναι γνωστή μέχρι και σήμερα, αριθμώντας σε Ελλάδα και εξωτερικό πολλά μέλη.
Μετά από δικά της διαβήματα, η κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη επέτρεψε τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, όταν πλέον αυτό είχε γενικευθεί στην Ευρώπη. Επίσης, η Παρρέν ήταν η πρώτη που κίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, ήδη από τη δεκαετία του 1890, που όμως καμία κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε, ούτε του Βενιζέλου, ούτε του Παπαναστασίου, μέχρι που κατέληξε να γίνει πραγματικότητα μετά από 70 χρόνια.
Τελικά το 1949 οι Ελληνίδες μετά από πολλούς αγώνες και πιέσεις αποκτούν το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» στις δημοτικές εκλογές, το οποίο είχαν μόνον οι εγγράμματες άνω των 30 ετών, απόφαση η οποία επεκτάθηκε το 1952 και για τις βουλευτικές εκλογές. Η Ελένη Σκούρα, εκλέχθηκε το 1953 σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη με τον συνδυασμό «Ελληνικός Συναγερμός» που μαζί με την Βιργινία Ζάννα («Κόμμα Φιλελευθέρων»), υπήρξαν οι δύο πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα στην Ελλάδα. Η πρώτη Ελληνίδα που κατέλαβε υπουργικό αξίωμα, ήταν η Λίνα Τσαλδάρη, σύζυγος του πολιτικού Παναγή Τσαλδάρη. Εκλέχθηκε βουλευτής στις εκλογές του 1956 και του 1958 και διατέλεσε υπουργός κοινωνικής πρόνοιας για την περίοδο 1956-1958.
Η Καλλιρρόη Παρρέν έγραψε επίσης πολλά άρθρα, δοκίμια, τα μυθιστορήματα και θεατρικά έργα με βασικό θέμα πάντα τη θέση της γυναίκας στα τότε κοινωνικά προβλήματα, όπως: "Ιστορία της γυναικός" (1889), "Η μάγισσα" (1901), "Το νέον συμβόλαιον" (1901), "Η νέα γυναίκα", "Η Χειραφετημένη" (1915) και "Επιστολές Αθηναίας προς Παρισινή"
52 χρόνια μετά το θάνατό της, στις 6 Ιουνίου 1992, η Καλλιρρόη Παρρέν τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, αριστερά της εισόδου προ των μεγάλων μαυσωλείων.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CF%81%CF%81%CF%8C%CE%B7_%CE%A0%CE%B1%CF%81%CF%81%CE%AD%CE%BD
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1867). Αρχικά φοιτά στο σχολείο Σουρμελή και στην συνέχεια στην Γαλλική σχολή των Καλογραιών στον Πειραιά . Το 1878 παίρνει το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο. Στη συνέχεια ανέλαβε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Μετά διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας μητέρας, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Έχοντας την υποστήριξη του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, ο οποίος την ενθάρρυνε στους αγώνες της, αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια διεκδικεί και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και εκδότριας όταν το 1888 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των Κυριών, που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά. Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για τριάντα σχεδόν χρόνια μέχρι το 1918 όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής.
Η Καλλιρρόη Παρρέν αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορα διεθνή τότε συνέδρια στο Παρίσι (1889, 1891 και 1896) στο πρώτο των οποίων είχε προεδρεύσει ο φιλόσοφος Ζυλ Σιμόν. Το 1893 αντιπροσώπευσε τις Ελληνίδες στο Διεθνές Συνέδριο του Σικάγου και το ίδιο έτος μετά την επιστροφή της ίδρυσε την "Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών" προς βοήθεια περισσότερο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των απόρων γυναικών. Ίδρυσε επίσης πολλά κοινωφελή ιδρύματα και οργανώσεις όπως τη "Σχολή της Κυριακής, απόρων γυναικών και κορασίδων" (1890), την οποία και έθεσε υπό την προστασία (αιγίδα) και προεδρεία της Βασίλισσας Όλγας, το "Άσυλο Ανιάτων Γυναικών" μαζί με την Ναταλία Σούτσου το (1896), το "Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης" και την "Ένωση των Ελληνίδων" υπό την διεύθυνση της Αικατερίνης Λασκαρίδου, και δύο χρόνια μετά τον "Πατριωτικό Σύνδεσμο" (1898), ενώ δεν έπαψε και τις κινήσεις υπέρ της παροχής ίσων ευκαιριών συμμετοχής στην εκπαίδευση και την πολιτική ζωή της χώρας, στις γυναίκες, που όλες δυστυχώς από τις κρατούσες τότε κυβερνήσεις ατύχησαν.
Επίσης, πάθος της για την αναγέννηση και διατήρηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων, την οδήγησε το 1911 να δημιουργήσει το «Λύκειον των Ελληνίδων», το οποίο ξεκίνησε κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, την καταγραφή, διδασκαλία και παρουσίαση παραδοσιακών χορών, ενώ η δράση του είναι γνωστή μέχρι και σήμερα, αριθμώντας σε Ελλάδα και εξωτερικό πολλά μέλη.
Μετά από δικά της διαβήματα, η κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη επέτρεψε τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, όταν πλέον αυτό είχε γενικευθεί στην Ευρώπη. Επίσης, η Παρρέν ήταν η πρώτη που κίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, ήδη από τη δεκαετία του 1890, που όμως καμία κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε, ούτε του Βενιζέλου, ούτε του Παπαναστασίου, μέχρι που κατέληξε να γίνει πραγματικότητα μετά από 70 χρόνια.
Τελικά το 1949 οι Ελληνίδες μετά από πολλούς αγώνες και πιέσεις αποκτούν το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» στις δημοτικές εκλογές, το οποίο είχαν μόνον οι εγγράμματες άνω των 30 ετών, απόφαση η οποία επεκτάθηκε το 1952 και για τις βουλευτικές εκλογές. Η Ελένη Σκούρα, εκλέχθηκε το 1953 σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη με τον συνδυασμό «Ελληνικός Συναγερμός» που μαζί με την Βιργινία Ζάννα («Κόμμα Φιλελευθέρων»), υπήρξαν οι δύο πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα στην Ελλάδα. Η πρώτη Ελληνίδα που κατέλαβε υπουργικό αξίωμα, ήταν η Λίνα Τσαλδάρη, σύζυγος του πολιτικού Παναγή Τσαλδάρη. Εκλέχθηκε βουλευτής στις εκλογές του 1956 και του 1958 και διατέλεσε υπουργός κοινωνικής πρόνοιας για την περίοδο 1956-1958.
Η Καλλιρρόη Παρρέν έγραψε επίσης πολλά άρθρα, δοκίμια, τα μυθιστορήματα και θεατρικά έργα με βασικό θέμα πάντα τη θέση της γυναίκας στα τότε κοινωνικά προβλήματα, όπως: "Ιστορία της γυναικός" (1889), "Η μάγισσα" (1901), "Το νέον συμβόλαιον" (1901), "Η νέα γυναίκα", "Η Χειραφετημένη" (1915) και "Επιστολές Αθηναίας προς Παρισινή"
52 χρόνια μετά το θάνατό της, στις 6 Ιουνίου 1992, η Καλλιρρόη Παρρέν τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, αριστερά της εισόδου προ των μεγάλων μαυσωλείων.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CF%81%CF%81%CF%8C%CE%B7_%CE%A0%CE%B1%CF%81%CF%81%CE%AD%CE%BD
Έλεν Τζόνσον-Σίρλιφ
Η Έλεν Τζόνσον Σίρλιφ (Helen Johnson-Sirleaf) είναι πολιτικός από τη Λιβερία (29 Οκτωβρίου 1938- ) και το Νοέμβριο του 2005 έγινε η πρώτη εκλεγμένη γυναίκα Πρόεδρος σε αφρικανικό κράτος. Το 2011 της απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης, μαζί με τις Λέιμα Γκμπόουι και Ταουακούλ Κάρμαν.
Σπούδασε στο Χάρβαρντ και ήταν Υπουργός Οικονομίας στην κυβέρνηση του Γουίλιαμ Τόλμπερτ (William Tolbert) το 1970. Το 1985, τάχθηκε εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος, στάση που της στοίχισε δεκαετή φυλάκιση και τελικά εξορία. Το 1997 επέστρεψε στη χώρα και διεκδίκησε την προεδρία, αλλά έλαβε μόλις 10% των ψήφων, ενώ οΤέιλορ (Taylor) πήρε 75%. Ο Πρόεδρος Τέιλορ την κατηγόρησε για προδοσία και εκείνη έκανε εκστρατεία για την ανατροπή του.
Μετά την παραίτηση του Τσαρλς Τέιλορ, εξελέγη ηγέτης του Κόμματος για την Ενότητα και διεκδίκησε ξανά την προεδρία. Στον α΄ γύρο των εκλογών του 2005 έλαβε 175.520 ψήφους και ήρθε δεύτερη. Στο β΄ γύρο στις 8 Νοεμβρίου 2005 κέρδισε την πρωτιά, επί του πρώην άσου του ποδοσφαίρου Ζωρζ Γουεά (George Weah). Στις 11 Νοέμβρη η Εφορευτική Επιτροπή ανακήρυξε νικήτρια των εκλογών την Tζόνσον-Σίρλαφ, με διαφορά περίπου 20% από τον αντίπαλό της: H κ. Tζόνσον-Σίρλαφ έλαβε το 59,4% των ψήφων στις εκλογές έναντι του 40,6% που έλαβε ο πρώην ποδοσφαιριστής, Ζωρζ Γουεά. O Γουεά υποστήριξε ότι οι εκλογές αμαυρώθηκαν από κρούσματα νοθείας, ωστόσο διεθνείς παρατηρητές τόνισαν ότι οι εκλογές ήταν ελεύθερες και δίκαιες.
Είναι μητέρα 4 γιων και έχει 6 εγγόνια.
Το 2006 το αμερικανικό περιοδικό Φορμπς κατέταξε την Έλεν Τζόνσον Σίρλιφ στην 51η θέση των ισχυρότερων γυναικών στον κόσμο.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%88%CE%BB%CE%B5%CE%BD_%CE%A4%CE%B6%CF%8C%CE%BD%CF%83%CE%BF%CE%BD-%CE%A3%CE%AF%CF%81%CE%BB%CE%B9%CF%86
Η Έλεν Τζόνσον Σίρλιφ (Helen Johnson-Sirleaf) είναι πολιτικός από τη Λιβερία (29 Οκτωβρίου 1938- ) και το Νοέμβριο του 2005 έγινε η πρώτη εκλεγμένη γυναίκα Πρόεδρος σε αφρικανικό κράτος. Το 2011 της απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης, μαζί με τις Λέιμα Γκμπόουι και Ταουακούλ Κάρμαν.
Σπούδασε στο Χάρβαρντ και ήταν Υπουργός Οικονομίας στην κυβέρνηση του Γουίλιαμ Τόλμπερτ (William Tolbert) το 1970. Το 1985, τάχθηκε εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος, στάση που της στοίχισε δεκαετή φυλάκιση και τελικά εξορία. Το 1997 επέστρεψε στη χώρα και διεκδίκησε την προεδρία, αλλά έλαβε μόλις 10% των ψήφων, ενώ οΤέιλορ (Taylor) πήρε 75%. Ο Πρόεδρος Τέιλορ την κατηγόρησε για προδοσία και εκείνη έκανε εκστρατεία για την ανατροπή του.
Μετά την παραίτηση του Τσαρλς Τέιλορ, εξελέγη ηγέτης του Κόμματος για την Ενότητα και διεκδίκησε ξανά την προεδρία. Στον α΄ γύρο των εκλογών του 2005 έλαβε 175.520 ψήφους και ήρθε δεύτερη. Στο β΄ γύρο στις 8 Νοεμβρίου 2005 κέρδισε την πρωτιά, επί του πρώην άσου του ποδοσφαίρου Ζωρζ Γουεά (George Weah). Στις 11 Νοέμβρη η Εφορευτική Επιτροπή ανακήρυξε νικήτρια των εκλογών την Tζόνσον-Σίρλαφ, με διαφορά περίπου 20% από τον αντίπαλό της: H κ. Tζόνσον-Σίρλαφ έλαβε το 59,4% των ψήφων στις εκλογές έναντι του 40,6% που έλαβε ο πρώην ποδοσφαιριστής, Ζωρζ Γουεά. O Γουεά υποστήριξε ότι οι εκλογές αμαυρώθηκαν από κρούσματα νοθείας, ωστόσο διεθνείς παρατηρητές τόνισαν ότι οι εκλογές ήταν ελεύθερες και δίκαιες.
Είναι μητέρα 4 γιων και έχει 6 εγγόνια.
Το 2006 το αμερικανικό περιοδικό Φορμπς κατέταξε την Έλεν Τζόνσον Σίρλιφ στην 51η θέση των ισχυρότερων γυναικών στον κόσμο.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%88%CE%BB%CE%B5%CE%BD_%CE%A4%CE%B6%CF%8C%CE%BD%CF%83%CE%BF%CE%BD-%CE%A3%CE%AF%CF%81%CE%BB%CE%B9%CF%86
Αριστίντ Μπριάν
Ο Αριστίντ Μπριάν (Aristide Briand, 28 Μαρτίου 1862 - 7 Μαρτίου 1932) ήταν Γάλλος πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε 11 φορές πρωθυπουργός της Γαλλίας και το 1926 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο ως υπέρμαχος της ειρήνης στην ευρωπαϊκή διπλωματία της μεσοπολεμικής περιόδου (υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας από το 1925 έως το 1932) και συνέδεσε το όνομά του με τη σύναψη ιστορικών διεθνών συμφωνιών. Υπήρξε επίσης ένας από τους πιο ένθερμους θιασιώτες της ιδέας για μια Ενωμένη Ευρώπη.Γιος εύπορου ξενοδόχου, τελείωσε το λύκειο της Ναντ, όπου είχε συνδεθεί φιλικά με τον μετέπειτα διάσημο συγγραφέα Ιούλιο Βερν. Σπούδασε νομικά και πραγματοποίησε την άσκησή του ως δικηγόρος, αλλά σύντομα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος αρχικά με διάφορα πολιτικά έντυπα. Το 1904, έχοντας ήδη αναπτύξει δράση στο χώρο της σοσιαλιστικής Αριστεράς, ίδρυσε την εφημερίδα L΄ Humanite μαζί με τον Ζαν Ζωρές (Jean Jaurés). Έγινε πασίγνωστος με την προπαρασκευαστική εργασία του για τον χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, την οποία υπέβαλε στην αρμόδια επιτροπή το 1905 και τον ίδιο χρόνο αποχώρησε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα μαζί με τον Αλεξάντρ ντε Μιλεράν και τον Ρενέ Βιβιανί.
Το 1906 έγινε υπουργός Δημόσιας Εκπαίδευσης, το 1910 πρωθυπουργός, το 1912 και το 1914 υπουργός Δικαιοσύνης, Πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών από το 1915 έως το 1917. Προώθησε και πέτυχε σε σημαντικό βαθμό τη στενή συνεργασία μεταξύ των Συμμάχων στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρξε ένας από τους πιο αποφασιστικούς υποστηρικτές της αγγλογαλλικής απόβασης στη Θεσσαλονίκη για το άνοιγμα βαλκανικού μετώπου εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, μετά τη λήξη του οποίου υποστήριξε πολιτική προσέγγισης με τη Γερμανία.
Προς την κατεύθυνση αυτή, ο Μπριάν θεώρησε επιτυχία την σύναψη του συμφώνου του Λοκάρνο (1925), το οποίο ρύθμιζε τις σχέσεις της Γερμανίας και των κεντροευρωπαϊκών κρατών. Μέσα στο πνεύμα του Λοκάρνο εργάστηκε για τη σύναψη του συμφώνου το οποίο ονομάστηκε Μπριάν-Κέλογκ από τα ονόματα του Μπριάν και του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών. Το σύμφωνο αυτό (1928), το οποίο υπογράφτηκε αργότερα και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη προέβλεπε ότι οι μετέχοντες σε αυτό θα αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λύνουν τις μεταξύ τους διαφορές χωρίς προσφυγή στον πόλεμο. Ανάμεσα στις επιτυχίες του περιλαμβάνεται η προώθηση της διαρκώς στενότερης συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, αν και το σχέδιό του για τη δημιουργία Πανευρώπης απέτυχε εξαιτίας της αντίδρασης πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Παραιτήθηκε από υπουργός Εξωτερικών της κυβερνήσεως Λαβάλ λίγο πριν τον θάνατό του.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%BD%CF%84_%CE%9C%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%BD
Ο Αριστίντ Μπριάν (Aristide Briand, 28 Μαρτίου 1862 - 7 Μαρτίου 1932) ήταν Γάλλος πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε 11 φορές πρωθυπουργός της Γαλλίας και το 1926 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο ως υπέρμαχος της ειρήνης στην ευρωπαϊκή διπλωματία της μεσοπολεμικής περιόδου (υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας από το 1925 έως το 1932) και συνέδεσε το όνομά του με τη σύναψη ιστορικών διεθνών συμφωνιών. Υπήρξε επίσης ένας από τους πιο ένθερμους θιασιώτες της ιδέας για μια Ενωμένη Ευρώπη.Γιος εύπορου ξενοδόχου, τελείωσε το λύκειο της Ναντ, όπου είχε συνδεθεί φιλικά με τον μετέπειτα διάσημο συγγραφέα Ιούλιο Βερν. Σπούδασε νομικά και πραγματοποίησε την άσκησή του ως δικηγόρος, αλλά σύντομα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος αρχικά με διάφορα πολιτικά έντυπα. Το 1904, έχοντας ήδη αναπτύξει δράση στο χώρο της σοσιαλιστικής Αριστεράς, ίδρυσε την εφημερίδα L΄ Humanite μαζί με τον Ζαν Ζωρές (Jean Jaurés). Έγινε πασίγνωστος με την προπαρασκευαστική εργασία του για τον χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, την οποία υπέβαλε στην αρμόδια επιτροπή το 1905 και τον ίδιο χρόνο αποχώρησε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα μαζί με τον Αλεξάντρ ντε Μιλεράν και τον Ρενέ Βιβιανί.
Το 1906 έγινε υπουργός Δημόσιας Εκπαίδευσης, το 1910 πρωθυπουργός, το 1912 και το 1914 υπουργός Δικαιοσύνης, Πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών από το 1915 έως το 1917. Προώθησε και πέτυχε σε σημαντικό βαθμό τη στενή συνεργασία μεταξύ των Συμμάχων στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρξε ένας από τους πιο αποφασιστικούς υποστηρικτές της αγγλογαλλικής απόβασης στη Θεσσαλονίκη για το άνοιγμα βαλκανικού μετώπου εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, μετά τη λήξη του οποίου υποστήριξε πολιτική προσέγγισης με τη Γερμανία.
Προς την κατεύθυνση αυτή, ο Μπριάν θεώρησε επιτυχία την σύναψη του συμφώνου του Λοκάρνο (1925), το οποίο ρύθμιζε τις σχέσεις της Γερμανίας και των κεντροευρωπαϊκών κρατών. Μέσα στο πνεύμα του Λοκάρνο εργάστηκε για τη σύναψη του συμφώνου το οποίο ονομάστηκε Μπριάν-Κέλογκ από τα ονόματα του Μπριάν και του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών. Το σύμφωνο αυτό (1928), το οποίο υπογράφτηκε αργότερα και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη προέβλεπε ότι οι μετέχοντες σε αυτό θα αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λύνουν τις μεταξύ τους διαφορές χωρίς προσφυγή στον πόλεμο. Ανάμεσα στις επιτυχίες του περιλαμβάνεται η προώθηση της διαρκώς στενότερης συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, αν και το σχέδιό του για τη δημιουργία Πανευρώπης απέτυχε εξαιτίας της αντίδρασης πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Παραιτήθηκε από υπουργός Εξωτερικών της κυβερνήσεως Λαβάλ λίγο πριν τον θάνατό του.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%BD%CF%84_%CE%9C%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%BD
Φρεντερίκ Ντε Κλερκ
Ο Φρεντερίκ Ντε Κλερκ (1936), ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής επί καθεστώτος Απαρτχάιντ, από τον Σεπτέμβριο του 1989 ως τον Μάιο του 1994. Ο Ντε Κλερκ ήταν και ηγέτης του εθνικού κόμματος της χώρας από τον Φεβρουάριο του 1989 ως τον Σεπτέμβριο του 1997. Κατά τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του Νέλσον Μαντέλα συμμετείχε ως αντιπρόεδρος (1994-1996). Ο τελευταίος, ως τώρα, λευκός Νοτιοαφρικανός που κατείχε αυτή την θέση. Το 1997 αποσύρθηκε από την πολιτική.
Ο Φρεντερίκ Ντε Κλερκ είναι ιδιαίτερα γνωστός ως η προσωπικότητα που έθεσε τέλος στο καθεστώς ρατσιστικών διακρίσεων της Νότιας Αφρικής, γνωστό με τον όρο Απαρτχάιντ, και ως υποστηρικτής δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν στην ισότητα των πολιτών του κράτους ανεξαρτήτου χρώματος. Βραβεύτηκε με βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1993 μαζί με τον Νέλσον Μαντέλα.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BA_%CE%9D%CF%84%CE%B5_%CE%9A%CE%BB%CE%B5%CF%81%CE%BA
Ο Φρεντερίκ Ντε Κλερκ (1936), ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής επί καθεστώτος Απαρτχάιντ, από τον Σεπτέμβριο του 1989 ως τον Μάιο του 1994. Ο Ντε Κλερκ ήταν και ηγέτης του εθνικού κόμματος της χώρας από τον Φεβρουάριο του 1989 ως τον Σεπτέμβριο του 1997. Κατά τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του Νέλσον Μαντέλα συμμετείχε ως αντιπρόεδρος (1994-1996). Ο τελευταίος, ως τώρα, λευκός Νοτιοαφρικανός που κατείχε αυτή την θέση. Το 1997 αποσύρθηκε από την πολιτική.
Ο Φρεντερίκ Ντε Κλερκ είναι ιδιαίτερα γνωστός ως η προσωπικότητα που έθεσε τέλος στο καθεστώς ρατσιστικών διακρίσεων της Νότιας Αφρικής, γνωστό με τον όρο Απαρτχάιντ, και ως υποστηρικτής δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν στην ισότητα των πολιτών του κράτους ανεξαρτήτου χρώματος. Βραβεύτηκε με βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1993 μαζί με τον Νέλσον Μαντέλα.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BA_%CE%9D%CF%84%CE%B5_%CE%9A%CE%BB%CE%B5%CF%81%CE%BA
Τζαβαχαρλάλ Νεχρού
Ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, ή ορθότερα Τζαβαχάρ-λαλ Νεχρού, (1889 – 1964) ο και επονομαζόμενος «Παντίτ» (= μορφωμένος) ήταν Ινδός πολιτικός, ηγέτης του κινήματος της ανεξαρτησίας που διετέλεσε πρώτος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης Ινδίας και ένας από τους ιδρυτές του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Ήταν ο πατέρας της Ίντιρα Γκάντι και παππούς του Ρατζίβ Γκάντι. Θεωρείται ο αρχιτέκτονας της σύγχρονης Ινδίας.
Ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1889 στην Αλλαχαμπάντ της πολιτείας Ούταρ Πραντές των Βρετανικών Ινδιών, σε ιδιαίτερα πλούσιο περιβάλλον. Ήταν γιος του Ινδού νομομαθή και πολιτικού Μοτιλάλ Νεχρού (1861 – 1931) που υπήρξε ένας από τους ηγέτες του μετριοπαθούς ινδικού εθνικιστικού κινήματος και δύο φορές πρόεδρος tου κόμματος του εθνικού Κογκρέσου. Γενικά μεγάλωσε σε πλούσιο περιβάλλον με ιδιαίτερες ανέσεις με κουβερνάντες λαμβάνοντας και την πρώτη του εκπαίδευση με δασκάλους στο σπίτι. Αρχικά έδειξε μια κλίση στη θεοσοφία, που γρήγορα όμως εγκατέλειψε αναπτύσσοντας εθνικιστικές τάσεις επηρεαζόμενος από τους πολέμους της εποχής του όπως ο πόλεμος των Μπόερ και ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος.
Το 1905 μετέβη στην Αγγλία στη σχολή Χάρροου και ακολούθως συνέχισε σπουδές στο Trinity College, Κέιμπριτζ, απ΄ όπου και αποφοίτησε το 1910 με πτυχίο στις φυσικές επιστήμες. Την εποχή εκείνη φέρεται να είχε επηρεαστεί έντονα από τον αγώνα ανεξαρτησίας του Γαριβάλδη στην Ιταλία οραματιζόμενος την ανεξαρτησία της πατρίδος του. Συμπληρώνοντας τις σπουδές του στο Λονδίνο στα νομικά επέστρεψε στη γενέτειρά του τον Αύγουστο του 1912, όπου και ανέλαβε δικηγόρος στο ανώτατο δικαστήριο της πόλης.
Ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού από την επιστροφή του άρχισε ν' ασχολείται με την πολιτική, ακολουθώντας τον πατέρα του. Παρακολουθώντας το ετήσιο συνέδριο του εθνικού κογκρέσου στη Πάτνα το 1912 έδειξε μάλλον ν΄ απογοητεύεται όπου και προσχώρησε το επόμενο έτος στο κίνημα του Μαχάτμα Γκάντι, βοηθώντας τον για την οικονομική βοήθεια των ακτιβιστών της Ν. Αφρικής.
Όταν ξέσπασε ο Α' Π.Π. ο Τζ. Νεχρού υπηρέτησε σε επαρχιακές γραμματείες παραμένοντας γύρω από τη γενέτειρά του κάνοντας και τις πρώτες του δημόσιες δηλώσεις για την ανεξαρτησία των Ινδιών, που για την εποχή εκείνη οι λόγοι του κρίθηκαν ιδιαίτερα ριζοσπαστικοί. Το 1916 λόγω της χαλαρής προσκόλλησής του στις παραδόσεις και απαλλαγμένος από κάθε θρησκευτική μυστικοπαθή έμπνευση κατάφερε να προσκαλέσει, στην αρχοντική οικία του, τους εκπροσώπους των δύο μεγαλυτέρων θρησκευτικών δογμάτων Ινδουιστών, μέλη του κογκρέσου, και των Μουσουλμάνων για μια αναγκαία προσέγγιση όπου και στο τέλος του ίδιου έτους συνομολογήθηκε το σύμφωνο Λακνάου που απέβλεπε σε μια περισσότερο φιλελεύθερη πολιτική εκ μέρους της Αγγλίας. Τότε γνώρισε από κοντά και τον Μαχάτμα Γκάντι του οποίου και έγινε πιστός μαθητής ακολουθώντας τις νουθεσίες του.
Σημειώνεται ότι την ίδια εποχή σχεδόν όλοι οι εθνικιστές ηγέτες της Ινδίας είχαν ενωθεί σε κοινό αγώνα αναγνώρισης καθεστώτος εκ μέρους της Αγγλίας όμοιο με εκείνα της Αυστραλίας, του Καναδά, της Ν. Ζηλανδίας κ.λπ. Στην αρχή κάποιοι εξ αυτών συνελήφθησαν πλην όμως τελικά η Αγγλία μετά από έντονες διαμαρτυρίες υποχώρησε κάνοντας πολλές παραχωρήσεις.
O Τζαβαχαρλάλ Νεχρού παραμένοντας μαθητής του Γκάντι και ακολουθώντας τις οδηγίες του, γρήγορα αναδείχθηκε από το 1920 σε εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα του κόμματος του Κογκρέσου, όπου στη δεκαετία που ακολούθησε εξελέγη δύο φορές γενικός γραμματέας του κόμματος. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1928 ο Γκάντι σε μια επιστολή του προς τον Νεχρού κατέληγε με την εξής ευχή:
"Μακάρι ο Θεός να σου δώσει μακροημέρευση και να σε αξιώσει να γίνεις εσύ ο εκλεκτός του, για να ελευθερώσεις την Ινδία από το ζυγό".Βέβαια ο Γκάντι είχε διαβλέψει ότι για να προχωρήσει και να διευρύνει τη δράση του έπρεπε να έχει τη βοήθεια ενός νεότερου ηγέτη, και η ιστορία εν προκειμένω δικαίωσε την εκλογή του αυτή. Όταν τότε διατυπώθηκαν κάποιες αντιρρήσεις όπως ότι ο Νεχρού ήταν άθεος, ο Γκάντι απάντησε: "Ο Τζαβαχαρλάλ βρίσκεται πιο κοντά στο Θεό από πολλούς άλλους θεοφοβούμενους". Σε άλλη δε κατηγορία κατά του Νεχρού ότι δάσκαλός του ήταν ένας σοσιαλιστής ο Γκάντι απάντησε: "Το πρόγραμμά μου ανοίγει το δρόμο προς τον σοσιαλισμό". Παρά ταύτα η πολιτική μαθητεία και καθοδήγηση του Νεχρού υπό τον Γκάντι θα σταματήσει το 1929, αν και η πολιτική σχέση των δύο ανδρών συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο του Γκάντι.
To 1923 εκλέγεται πρώτη φορά γενικός γραμματέας του κόμματος του Κογκρέσου, και τον ίδιο χρόνο εκλέγεται πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της γενέτειράς του. Το δε 1927 στη σύνοδο του Μαντράς εκλέγεται για δεύτερη φορά γενικός γραμματέας του κόμματος, όπου και αρχίζει να υποκινεί τους πληθυσμούς κατά της τότε άρχουσας τάξης των Πριγκίπων - Μαχαραγιάδων και για την ανεξαρτησία της χώρας, προσπαθώντας παράλληλα να διεθνοποιήσει το αίτημα αυτό της ανεξαρτησίας. Αν και στην αρχή ήταν αντίθετοι των ενεργειών αυτών τόσο ο πατέρας του όσο και ο Γκάντι τελικά συμφώνησαν στην έκδοση ψηφίσματος υπέρ της ανεξαρτησίας, παρότι προηγούμενο είχε απορριφθεί.
Τον Δεκέμβριο του 1929 αναλαμβάνοντας ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού την προεδρία του κόμματος στο συνέδριο που συνήλθε στη Λαχώρη και συγκεκριμένα κατά τη συνεδρίαση στις 29 Δεκεμβρίου εισήγαγε το ιστορικό ψήφισμα για ανεξαρτησία καταγγέλλοντας ταυτόχρονα την Αγγλία για παραβατικότητες αναφέροντας σ' αυτό μεταξύ άλλων:
"Πιστεύουμε ότι αυτό (η ανεξαρτησία) αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του Ινδικού λαού, από κάθε άλλο λαό, να έχει ελευθερία και να απολαμβάνει τους καρπούς του μόχθου του και να καλύπτει τις ανάγκες της ζωής, έτσι ώστε να μπορεί να έχει πλήρη ευκαιρίες ανάπτυξης. Πιστεύουμε επίσης ότι αν οποιαδήποτε κυβέρνηση στερεί από ένα λαό αυτών των δικαιωμάτων και τον καταπιέζει, τότε ο λαός έχει ένα επιπλέον δικαίωμα να τροποποιήσει ή να καταργήσει αυτό. Η βρετανική κυβέρνηση στην Ινδία δεν έχει μόνο στερήσει από τους Ινδούς την ελευθερία τους, αλλά βασίστηκε στην εκμετάλλευση των λαϊκών μαζών της, και έχει καταστρέψει την Ινδία οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά και πνευματικά. Πιστεύουμε επομένως, ότι η Ινδία πρέπει να διακόψει τη βρετανική σύνδεση της και την επίτευξη Purna Swaraj ή πλήρη ανεξαρτησία".Τα μεσάνυχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς του 1930, βρισκόμενος ήδη στη φυλακή ο Γκάντι, ο Νεχρού υψώνει στη Λαχώρη την τρίχρωμη σημαία της ανεξαρτησίας, που αποτέλεσε ορόσημο της βίαιης κατά των Άγγλων επίθεσης όπου και φυλακίσθηκε από τότε επανειλημμένα και ιδιαίτερα μεταξύ των ετών 1942 και 1945.
Τον Νοέμβριο του 1930 ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Ράμσαιη Μακντόναλντ, κατόπιν υπόδειξης της επιτροπής Σάιμον που είχε συσταθεί για να εξετάσει το ινδικό ζήτημα και τη δημιουργία συντάγματος, αποφάσισε να συγκαλέσει στο Λονδίνο τις λεγόμενες "Διασκέψεις στρογγυλής τραπέζης" όπου όλοι οι Ινδοί πολιτικοί ηγέτες θα συμμετείχαν ισότιμα. Στη πρώτη διάσκεψη (Νοέμβριος 1930) απουσίασε το κόμμα του Κογκρέσου αφού οι ηγέτες του ήταν φυλακή. Έτσι τον Ιανουάριο του 1931 απελευθερώνονται ο Γκάντι, ο Νεχρού, ο πατέρας του Μοτιλάλ κ.ά. και στις 17 Φεβρουαρίου ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις του Γκάντι με τον Αντιβασιλέα Έργουϊν όπου και επήλθε συμφωνία αποδοχής καθεστώτος "ντομίνιον", πλην όμως η επόμενη διάσκεψη στο Λονδίνο απέτυχε μετά τη σύγκρουση του Γκάντι με όλους τους άλλους εκπροσώπους της Ινδίας. Τότε σχεδόν όλος ο αγγλικός τύπος καταφέρονταν προς το κόμμα του Κογκρέσου.
Δύο μέρες πριν την επιστροφή του Γκάντι στη Βομβάη (28 Δεκεμβρίου 1931), συλλαμβάνονται και βρίσκονται πάλι φυλακή ο Νεχρού και άλλοι ηγέτες του κόμματος του Κογκρέσου. Η νέα εκστρατεία για πολιτική ανυπακοή φέρνει και τον Γκάντι στη φυλακή (3 Ιανουαρίου). Μέχρι τον Απρίλιο του 1932 οι κρατούμενοι είχαν ξεπεράσει τους 30.000. Τον Ιούλιο όμως μειώθηκαν στους 5.000.
Τελικά ο Γκάντι μετά από επαναλαμβανόμενες απεργίας πείνας απελευθερώνεται το 1933 και μαζί του ο Νεχρού κ.ά., η δε εκστρατεία ανυπακοής ανεστάλη το 1934 και τον επόμενο χρόνο στις 2 Αυγούστου του 1935 η Ινδία απέκτησε το πρώτο οργανικό σύνταγμα το λεγόμενο "Ινδικό Νόμο" που είχε προτείνει η επιτροπή Σάιμον και που η εφαρμογή του ξεκίνησε το 1937. Ο Νόμος αυτός επέφερε αξιόλογη διεύρυνση του εκλογικού σώματος, με δικαίωμα ψήφου και των δύο φύλων με σύστημα διαρχίας και ομοσπονδιακή συνέλευση. Το κόμμα του Κογκρέσου την περίοδο 1938 – 1939 αποτελούσε ένα μαζικό κόμμα με 4.400.000 μέλη ενώ το 1935 δεν ξεπερνούσε τις 500.000. Η αύξηση αυτή φέρεται να ήταν καθαρή επιτυχία του Νεχρού απ΄ όταν ανέλαβε την προεδρία του κόμματος. Η δε σχέση μεταξύ του κόμματος αυτού και της Αντιβασιλείας την περίοδο 1937 – 1939 είχε χαρακτηριστεί «μήνας του μέλιτος».
Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ινδία στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939 κηρύχθηκε, όπως ήταν φυσικό, εμπόλεμη χώρα στο πλευρό της Αγγλίας, αυτό όμως συνέβη χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους πολιτικούς εκπροσώπους της Ινδίας με συνέπεια να επέλθει ρήξη μεταξύ του Κογκρέσου και του Άγγλου Κυβερνήτη Λόρδου Λίνλιθγκοου, του οποίου την ενέργεια και καταδίκασε (23 Οκτωβρίου του 1939). Στη διαμάχη αυτή ενεπλάκη ο Νεχρού υποβάλλοντας αξιώσεις υπό μορφή υποσχετικών όρων εκ μέρους της Αγγλίας υπέρ της ανεξαρτησίας της Ινδίας αμέσως μετά τον πόλεμο επιτρέποντας ελεύθερη εκλογή συντακτικής συνέλευσης με νέο σύνταγμα καθώς και μερικές βασικές τροποποιήσεις στη διοίκηση του ινδικού στρατού. Παρότι οι αξιώσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν "άνευ σοβαρότητας", τόσο ο Γκάντι όσο και ο Νεχρού τελικά πήραν θέση υπέρ της Αγγλίας ώστε ο λόγος τους να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέλλον
Πέντε μήνες όμως αργότερα (Μάρτιος 1940), ξεσπάει η μεγαλύτερη μέχρι τότε διασπαστική κίνηση εκ μέρους των Μουσουλμάνων θέτοντας ψήφισμα για αναγνώριση ανεξάρτητου μουσουλμανικού κράτους, με το όνομα Πακιστάν. Στη κίνηση αυτή συμμετέχουν και οι Μουσουλμάνοι της ανατολικής Ινδίας που αργότερα θα ονομαστεί Μπαγκλαντές. Ο Νεχρού θα χαρακτηρίσει την κίνηση αυτή ως το μεγαλύτερο πλήγμα για την ενότητα στον αγώνα της ανεξαρτησίας αφού και μόνο αυτό αποκάλυπτε την αναγκαιότητα τουλάχιστον της αγγλικής διαιτησίας.
Συνέπεια αυτών ήταν να ξεσπάσει ένα κύμα γενικής πολιτικής ανυπακοής και διάλυσης της τότε διοίκησης. Σε αντίδραση αυτών ακολουθούν εκ μέρους των Άγγλων πολυάριθμες συλλήψεις (πολλών δεκάδων χιλιάδων), καθώς και ένοπλες συμπλοκές κατά τις οποίες το κόμμα του Κογκρέσου κηρύχθηκε παράνομο και όλα τα μέλη του συνελήφθησαν μεταξύ των οποίων και ο Νεχρού, καταδικασθείς σε φυλάκιση 4 ετών. Την περίοδο αυτή οι Μουσουλμάνοι βρίσκουν την ευκαιρία για γενικευμένες αναστατώσεις σχεδόν σ΄ όλη την Ινδία.
Ένα έτος όμως μετά, φθάνοντας το θέατρο του πολέμου στα ανατολικά σύνορα της Ινδίας, στη τότε Βιρμανία, οι Άγγλοι αποφασίζουν κάποιες παραχωρήσεις από εκείνες που είχε ζητήσει ο Νεχρού αποφυλακίζοντας και αυτόν, τρεις μόλις ημέρες πριν την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, στις 4 Δεκεμβρίου του 1941, ενώ το όλο θέμα ανέλαβε να διευθετήσει προσωπικά ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, αποστέλλοντας τον ΣερΣτάφφορντ Κριππς (Sir Stafford Cripps), ένα μέλος του γραφείου του πολέμου βαθύ γνώστη του ινδικού προβλήματος, γνωστός του Νεχρού, αλλά και του ηγέτη των Μουσουλμάνων Μοχάμεντ Αλή Τζιννάχ, με προτάσεις για την επίλυση του συνταγματικού προβλήματος.
Όταν όμως o Σ. Κριππς έφτασε στην Ινδία, αρχές Απριλίου του 1942, ανακάλυψε ότι το πρόβλημα ήταν πολύ περισσότερο οξυμένο απ΄ ότι ο ίδιος πίστευε. Σ΄ όλη την Ινδία επικρατούσε γενική ανυπακοή με μεγάλες αποσχιστικές τάσεις. Ο μεν Νεχρού, εκπροσωπώντας το κόμμα του Κογκρέσου ως πρόεδρος αυτού, επέδειξε μια προθυμία συνεργασίας, ο δε Αλή Τζιννάχ όμως επέμενε στη δημιουργία νέου μουσουλμανικού κράτους του Πακιστάν, ο δε Γκάντι στην άμεση ανεξαρτησία. Συνέπεια αυτών ήταν τελικά οι συνομιλίες στις 11 Απριλίου να ναυαγήσουν και η αποστολή του Κλιπς ν' αποτύχει, επιστρέφοντας την επομένη στο Λονδίνο.
Στη τότε πολεμική προσπάθεια των συμμάχων ο Νεχρού δεν ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση την Αγγλία, θεωρώντας ότι ενάντια περίπτωση θα καθιστούσε τους Ινδούς συμμάχους των ναζί, πλην όμως η αδιάλλακτη στάση του Γκάντι τον έκανε να υποχωρήσει και να συνταχθεί μ΄ εκείνον. Επί των εξελίξεων όμως αυτών στις 14 Ιουλίου του 1942 το Κογκρέσο συνεδριάζοντας στη Βαρντχά παράλληλα με το νέο ψήφισμα ανεξαρτησίας που πέρασε, εξουσιοδότησε τον Γκάντι να προετοιμάσει μια νέα εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής. Στις 8 Αυγούστου 1942 μιλώντας στη Βομβάη ο Μαχάτμα Γκάντι παρουσία χιλιάδων Ινδών, προσκάλεσε τους οπαδούς του να ακολουθήσουν περισσότερο έντονη μη-βίαιη πολιτική ανυπακοή για "μια ομαλή βρετανική απόσυρση" και ανεξαρτησία της χώρας. Επακόλουθο ήταν την επομένη το πρωί της 9ης Αυγούστου να συλληφθεί όλη η επιτροπή εργασίας του κόμματος του Κογκρέσου μεταξύ των οποίων ο Γκάντι και ο Νεχρού και να παραμείνουν στη φυλακή μέχρι τις 15 Ιουνίου του 1945.Όταν μαθεύτηκε η σύλληψη των ηγετών του κόμματος του κογκρέσου πλήθη διαδηλωτών ξεχύθηκαν στους δρόμους πυρπολώντας ταχυδρομικά γραφεία, αστυνομικούς σταθμούς καθώς και δικαστήρια με γενικό σύνθημα "Φύγετε από την Ινδία" ("Quit India"), που με το όνομα αυτό έμεινε στην ιστορία η εξέγερση εκείνη του Αυγούστου. Εκτεταμένες φθορές σημειώθηκαν επίσης σε πολλά αυτοκίνητα, δημόσια κτίρια, σιδηροδρομικούς σταθμούς και δίκτυα. Η κυβέρνηση αντέδρασε τότε με κάθε μέσον που είχε στη διάθεσή της διαλύοντας τα πλήθη με χρήση όπλων, ακόμα και με πολυβολισμούς αεροσκαφών.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B6%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%BB%CE%AC%CE%BB_%CE%9D%CE%B5%CF%87%CF%81%CE%BF%CF%8D
Ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, ή ορθότερα Τζαβαχάρ-λαλ Νεχρού, (1889 – 1964) ο και επονομαζόμενος «Παντίτ» (= μορφωμένος) ήταν Ινδός πολιτικός, ηγέτης του κινήματος της ανεξαρτησίας που διετέλεσε πρώτος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης Ινδίας και ένας από τους ιδρυτές του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Ήταν ο πατέρας της Ίντιρα Γκάντι και παππούς του Ρατζίβ Γκάντι. Θεωρείται ο αρχιτέκτονας της σύγχρονης Ινδίας.
Ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1889 στην Αλλαχαμπάντ της πολιτείας Ούταρ Πραντές των Βρετανικών Ινδιών, σε ιδιαίτερα πλούσιο περιβάλλον. Ήταν γιος του Ινδού νομομαθή και πολιτικού Μοτιλάλ Νεχρού (1861 – 1931) που υπήρξε ένας από τους ηγέτες του μετριοπαθούς ινδικού εθνικιστικού κινήματος και δύο φορές πρόεδρος tου κόμματος του εθνικού Κογκρέσου. Γενικά μεγάλωσε σε πλούσιο περιβάλλον με ιδιαίτερες ανέσεις με κουβερνάντες λαμβάνοντας και την πρώτη του εκπαίδευση με δασκάλους στο σπίτι. Αρχικά έδειξε μια κλίση στη θεοσοφία, που γρήγορα όμως εγκατέλειψε αναπτύσσοντας εθνικιστικές τάσεις επηρεαζόμενος από τους πολέμους της εποχής του όπως ο πόλεμος των Μπόερ και ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος.
Το 1905 μετέβη στην Αγγλία στη σχολή Χάρροου και ακολούθως συνέχισε σπουδές στο Trinity College, Κέιμπριτζ, απ΄ όπου και αποφοίτησε το 1910 με πτυχίο στις φυσικές επιστήμες. Την εποχή εκείνη φέρεται να είχε επηρεαστεί έντονα από τον αγώνα ανεξαρτησίας του Γαριβάλδη στην Ιταλία οραματιζόμενος την ανεξαρτησία της πατρίδος του. Συμπληρώνοντας τις σπουδές του στο Λονδίνο στα νομικά επέστρεψε στη γενέτειρά του τον Αύγουστο του 1912, όπου και ανέλαβε δικηγόρος στο ανώτατο δικαστήριο της πόλης.
Ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού από την επιστροφή του άρχισε ν' ασχολείται με την πολιτική, ακολουθώντας τον πατέρα του. Παρακολουθώντας το ετήσιο συνέδριο του εθνικού κογκρέσου στη Πάτνα το 1912 έδειξε μάλλον ν΄ απογοητεύεται όπου και προσχώρησε το επόμενο έτος στο κίνημα του Μαχάτμα Γκάντι, βοηθώντας τον για την οικονομική βοήθεια των ακτιβιστών της Ν. Αφρικής.
Όταν ξέσπασε ο Α' Π.Π. ο Τζ. Νεχρού υπηρέτησε σε επαρχιακές γραμματείες παραμένοντας γύρω από τη γενέτειρά του κάνοντας και τις πρώτες του δημόσιες δηλώσεις για την ανεξαρτησία των Ινδιών, που για την εποχή εκείνη οι λόγοι του κρίθηκαν ιδιαίτερα ριζοσπαστικοί. Το 1916 λόγω της χαλαρής προσκόλλησής του στις παραδόσεις και απαλλαγμένος από κάθε θρησκευτική μυστικοπαθή έμπνευση κατάφερε να προσκαλέσει, στην αρχοντική οικία του, τους εκπροσώπους των δύο μεγαλυτέρων θρησκευτικών δογμάτων Ινδουιστών, μέλη του κογκρέσου, και των Μουσουλμάνων για μια αναγκαία προσέγγιση όπου και στο τέλος του ίδιου έτους συνομολογήθηκε το σύμφωνο Λακνάου που απέβλεπε σε μια περισσότερο φιλελεύθερη πολιτική εκ μέρους της Αγγλίας. Τότε γνώρισε από κοντά και τον Μαχάτμα Γκάντι του οποίου και έγινε πιστός μαθητής ακολουθώντας τις νουθεσίες του.
Σημειώνεται ότι την ίδια εποχή σχεδόν όλοι οι εθνικιστές ηγέτες της Ινδίας είχαν ενωθεί σε κοινό αγώνα αναγνώρισης καθεστώτος εκ μέρους της Αγγλίας όμοιο με εκείνα της Αυστραλίας, του Καναδά, της Ν. Ζηλανδίας κ.λπ. Στην αρχή κάποιοι εξ αυτών συνελήφθησαν πλην όμως τελικά η Αγγλία μετά από έντονες διαμαρτυρίες υποχώρησε κάνοντας πολλές παραχωρήσεις.
O Τζαβαχαρλάλ Νεχρού παραμένοντας μαθητής του Γκάντι και ακολουθώντας τις οδηγίες του, γρήγορα αναδείχθηκε από το 1920 σε εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα του κόμματος του Κογκρέσου, όπου στη δεκαετία που ακολούθησε εξελέγη δύο φορές γενικός γραμματέας του κόμματος. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1928 ο Γκάντι σε μια επιστολή του προς τον Νεχρού κατέληγε με την εξής ευχή:
"Μακάρι ο Θεός να σου δώσει μακροημέρευση και να σε αξιώσει να γίνεις εσύ ο εκλεκτός του, για να ελευθερώσεις την Ινδία από το ζυγό".Βέβαια ο Γκάντι είχε διαβλέψει ότι για να προχωρήσει και να διευρύνει τη δράση του έπρεπε να έχει τη βοήθεια ενός νεότερου ηγέτη, και η ιστορία εν προκειμένω δικαίωσε την εκλογή του αυτή. Όταν τότε διατυπώθηκαν κάποιες αντιρρήσεις όπως ότι ο Νεχρού ήταν άθεος, ο Γκάντι απάντησε: "Ο Τζαβαχαρλάλ βρίσκεται πιο κοντά στο Θεό από πολλούς άλλους θεοφοβούμενους". Σε άλλη δε κατηγορία κατά του Νεχρού ότι δάσκαλός του ήταν ένας σοσιαλιστής ο Γκάντι απάντησε: "Το πρόγραμμά μου ανοίγει το δρόμο προς τον σοσιαλισμό". Παρά ταύτα η πολιτική μαθητεία και καθοδήγηση του Νεχρού υπό τον Γκάντι θα σταματήσει το 1929, αν και η πολιτική σχέση των δύο ανδρών συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο του Γκάντι.
To 1923 εκλέγεται πρώτη φορά γενικός γραμματέας του κόμματος του Κογκρέσου, και τον ίδιο χρόνο εκλέγεται πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της γενέτειράς του. Το δε 1927 στη σύνοδο του Μαντράς εκλέγεται για δεύτερη φορά γενικός γραμματέας του κόμματος, όπου και αρχίζει να υποκινεί τους πληθυσμούς κατά της τότε άρχουσας τάξης των Πριγκίπων - Μαχαραγιάδων και για την ανεξαρτησία της χώρας, προσπαθώντας παράλληλα να διεθνοποιήσει το αίτημα αυτό της ανεξαρτησίας. Αν και στην αρχή ήταν αντίθετοι των ενεργειών αυτών τόσο ο πατέρας του όσο και ο Γκάντι τελικά συμφώνησαν στην έκδοση ψηφίσματος υπέρ της ανεξαρτησίας, παρότι προηγούμενο είχε απορριφθεί.
Τον Δεκέμβριο του 1929 αναλαμβάνοντας ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού την προεδρία του κόμματος στο συνέδριο που συνήλθε στη Λαχώρη και συγκεκριμένα κατά τη συνεδρίαση στις 29 Δεκεμβρίου εισήγαγε το ιστορικό ψήφισμα για ανεξαρτησία καταγγέλλοντας ταυτόχρονα την Αγγλία για παραβατικότητες αναφέροντας σ' αυτό μεταξύ άλλων:
"Πιστεύουμε ότι αυτό (η ανεξαρτησία) αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του Ινδικού λαού, από κάθε άλλο λαό, να έχει ελευθερία και να απολαμβάνει τους καρπούς του μόχθου του και να καλύπτει τις ανάγκες της ζωής, έτσι ώστε να μπορεί να έχει πλήρη ευκαιρίες ανάπτυξης. Πιστεύουμε επίσης ότι αν οποιαδήποτε κυβέρνηση στερεί από ένα λαό αυτών των δικαιωμάτων και τον καταπιέζει, τότε ο λαός έχει ένα επιπλέον δικαίωμα να τροποποιήσει ή να καταργήσει αυτό. Η βρετανική κυβέρνηση στην Ινδία δεν έχει μόνο στερήσει από τους Ινδούς την ελευθερία τους, αλλά βασίστηκε στην εκμετάλλευση των λαϊκών μαζών της, και έχει καταστρέψει την Ινδία οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά και πνευματικά. Πιστεύουμε επομένως, ότι η Ινδία πρέπει να διακόψει τη βρετανική σύνδεση της και την επίτευξη Purna Swaraj ή πλήρη ανεξαρτησία".Τα μεσάνυχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς του 1930, βρισκόμενος ήδη στη φυλακή ο Γκάντι, ο Νεχρού υψώνει στη Λαχώρη την τρίχρωμη σημαία της ανεξαρτησίας, που αποτέλεσε ορόσημο της βίαιης κατά των Άγγλων επίθεσης όπου και φυλακίσθηκε από τότε επανειλημμένα και ιδιαίτερα μεταξύ των ετών 1942 και 1945.
Τον Νοέμβριο του 1930 ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Ράμσαιη Μακντόναλντ, κατόπιν υπόδειξης της επιτροπής Σάιμον που είχε συσταθεί για να εξετάσει το ινδικό ζήτημα και τη δημιουργία συντάγματος, αποφάσισε να συγκαλέσει στο Λονδίνο τις λεγόμενες "Διασκέψεις στρογγυλής τραπέζης" όπου όλοι οι Ινδοί πολιτικοί ηγέτες θα συμμετείχαν ισότιμα. Στη πρώτη διάσκεψη (Νοέμβριος 1930) απουσίασε το κόμμα του Κογκρέσου αφού οι ηγέτες του ήταν φυλακή. Έτσι τον Ιανουάριο του 1931 απελευθερώνονται ο Γκάντι, ο Νεχρού, ο πατέρας του Μοτιλάλ κ.ά. και στις 17 Φεβρουαρίου ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις του Γκάντι με τον Αντιβασιλέα Έργουϊν όπου και επήλθε συμφωνία αποδοχής καθεστώτος "ντομίνιον", πλην όμως η επόμενη διάσκεψη στο Λονδίνο απέτυχε μετά τη σύγκρουση του Γκάντι με όλους τους άλλους εκπροσώπους της Ινδίας. Τότε σχεδόν όλος ο αγγλικός τύπος καταφέρονταν προς το κόμμα του Κογκρέσου.
Δύο μέρες πριν την επιστροφή του Γκάντι στη Βομβάη (28 Δεκεμβρίου 1931), συλλαμβάνονται και βρίσκονται πάλι φυλακή ο Νεχρού και άλλοι ηγέτες του κόμματος του Κογκρέσου. Η νέα εκστρατεία για πολιτική ανυπακοή φέρνει και τον Γκάντι στη φυλακή (3 Ιανουαρίου). Μέχρι τον Απρίλιο του 1932 οι κρατούμενοι είχαν ξεπεράσει τους 30.000. Τον Ιούλιο όμως μειώθηκαν στους 5.000.
Τελικά ο Γκάντι μετά από επαναλαμβανόμενες απεργίας πείνας απελευθερώνεται το 1933 και μαζί του ο Νεχρού κ.ά., η δε εκστρατεία ανυπακοής ανεστάλη το 1934 και τον επόμενο χρόνο στις 2 Αυγούστου του 1935 η Ινδία απέκτησε το πρώτο οργανικό σύνταγμα το λεγόμενο "Ινδικό Νόμο" που είχε προτείνει η επιτροπή Σάιμον και που η εφαρμογή του ξεκίνησε το 1937. Ο Νόμος αυτός επέφερε αξιόλογη διεύρυνση του εκλογικού σώματος, με δικαίωμα ψήφου και των δύο φύλων με σύστημα διαρχίας και ομοσπονδιακή συνέλευση. Το κόμμα του Κογκρέσου την περίοδο 1938 – 1939 αποτελούσε ένα μαζικό κόμμα με 4.400.000 μέλη ενώ το 1935 δεν ξεπερνούσε τις 500.000. Η αύξηση αυτή φέρεται να ήταν καθαρή επιτυχία του Νεχρού απ΄ όταν ανέλαβε την προεδρία του κόμματος. Η δε σχέση μεταξύ του κόμματος αυτού και της Αντιβασιλείας την περίοδο 1937 – 1939 είχε χαρακτηριστεί «μήνας του μέλιτος».
Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ινδία στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939 κηρύχθηκε, όπως ήταν φυσικό, εμπόλεμη χώρα στο πλευρό της Αγγλίας, αυτό όμως συνέβη χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους πολιτικούς εκπροσώπους της Ινδίας με συνέπεια να επέλθει ρήξη μεταξύ του Κογκρέσου και του Άγγλου Κυβερνήτη Λόρδου Λίνλιθγκοου, του οποίου την ενέργεια και καταδίκασε (23 Οκτωβρίου του 1939). Στη διαμάχη αυτή ενεπλάκη ο Νεχρού υποβάλλοντας αξιώσεις υπό μορφή υποσχετικών όρων εκ μέρους της Αγγλίας υπέρ της ανεξαρτησίας της Ινδίας αμέσως μετά τον πόλεμο επιτρέποντας ελεύθερη εκλογή συντακτικής συνέλευσης με νέο σύνταγμα καθώς και μερικές βασικές τροποποιήσεις στη διοίκηση του ινδικού στρατού. Παρότι οι αξιώσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν "άνευ σοβαρότητας", τόσο ο Γκάντι όσο και ο Νεχρού τελικά πήραν θέση υπέρ της Αγγλίας ώστε ο λόγος τους να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέλλον
Πέντε μήνες όμως αργότερα (Μάρτιος 1940), ξεσπάει η μεγαλύτερη μέχρι τότε διασπαστική κίνηση εκ μέρους των Μουσουλμάνων θέτοντας ψήφισμα για αναγνώριση ανεξάρτητου μουσουλμανικού κράτους, με το όνομα Πακιστάν. Στη κίνηση αυτή συμμετέχουν και οι Μουσουλμάνοι της ανατολικής Ινδίας που αργότερα θα ονομαστεί Μπαγκλαντές. Ο Νεχρού θα χαρακτηρίσει την κίνηση αυτή ως το μεγαλύτερο πλήγμα για την ενότητα στον αγώνα της ανεξαρτησίας αφού και μόνο αυτό αποκάλυπτε την αναγκαιότητα τουλάχιστον της αγγλικής διαιτησίας.
Συνέπεια αυτών ήταν να ξεσπάσει ένα κύμα γενικής πολιτικής ανυπακοής και διάλυσης της τότε διοίκησης. Σε αντίδραση αυτών ακολουθούν εκ μέρους των Άγγλων πολυάριθμες συλλήψεις (πολλών δεκάδων χιλιάδων), καθώς και ένοπλες συμπλοκές κατά τις οποίες το κόμμα του Κογκρέσου κηρύχθηκε παράνομο και όλα τα μέλη του συνελήφθησαν μεταξύ των οποίων και ο Νεχρού, καταδικασθείς σε φυλάκιση 4 ετών. Την περίοδο αυτή οι Μουσουλμάνοι βρίσκουν την ευκαιρία για γενικευμένες αναστατώσεις σχεδόν σ΄ όλη την Ινδία.
Ένα έτος όμως μετά, φθάνοντας το θέατρο του πολέμου στα ανατολικά σύνορα της Ινδίας, στη τότε Βιρμανία, οι Άγγλοι αποφασίζουν κάποιες παραχωρήσεις από εκείνες που είχε ζητήσει ο Νεχρού αποφυλακίζοντας και αυτόν, τρεις μόλις ημέρες πριν την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, στις 4 Δεκεμβρίου του 1941, ενώ το όλο θέμα ανέλαβε να διευθετήσει προσωπικά ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, αποστέλλοντας τον ΣερΣτάφφορντ Κριππς (Sir Stafford Cripps), ένα μέλος του γραφείου του πολέμου βαθύ γνώστη του ινδικού προβλήματος, γνωστός του Νεχρού, αλλά και του ηγέτη των Μουσουλμάνων Μοχάμεντ Αλή Τζιννάχ, με προτάσεις για την επίλυση του συνταγματικού προβλήματος.
Όταν όμως o Σ. Κριππς έφτασε στην Ινδία, αρχές Απριλίου του 1942, ανακάλυψε ότι το πρόβλημα ήταν πολύ περισσότερο οξυμένο απ΄ ότι ο ίδιος πίστευε. Σ΄ όλη την Ινδία επικρατούσε γενική ανυπακοή με μεγάλες αποσχιστικές τάσεις. Ο μεν Νεχρού, εκπροσωπώντας το κόμμα του Κογκρέσου ως πρόεδρος αυτού, επέδειξε μια προθυμία συνεργασίας, ο δε Αλή Τζιννάχ όμως επέμενε στη δημιουργία νέου μουσουλμανικού κράτους του Πακιστάν, ο δε Γκάντι στην άμεση ανεξαρτησία. Συνέπεια αυτών ήταν τελικά οι συνομιλίες στις 11 Απριλίου να ναυαγήσουν και η αποστολή του Κλιπς ν' αποτύχει, επιστρέφοντας την επομένη στο Λονδίνο.
Στη τότε πολεμική προσπάθεια των συμμάχων ο Νεχρού δεν ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση την Αγγλία, θεωρώντας ότι ενάντια περίπτωση θα καθιστούσε τους Ινδούς συμμάχους των ναζί, πλην όμως η αδιάλλακτη στάση του Γκάντι τον έκανε να υποχωρήσει και να συνταχθεί μ΄ εκείνον. Επί των εξελίξεων όμως αυτών στις 14 Ιουλίου του 1942 το Κογκρέσο συνεδριάζοντας στη Βαρντχά παράλληλα με το νέο ψήφισμα ανεξαρτησίας που πέρασε, εξουσιοδότησε τον Γκάντι να προετοιμάσει μια νέα εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής. Στις 8 Αυγούστου 1942 μιλώντας στη Βομβάη ο Μαχάτμα Γκάντι παρουσία χιλιάδων Ινδών, προσκάλεσε τους οπαδούς του να ακολουθήσουν περισσότερο έντονη μη-βίαιη πολιτική ανυπακοή για "μια ομαλή βρετανική απόσυρση" και ανεξαρτησία της χώρας. Επακόλουθο ήταν την επομένη το πρωί της 9ης Αυγούστου να συλληφθεί όλη η επιτροπή εργασίας του κόμματος του Κογκρέσου μεταξύ των οποίων ο Γκάντι και ο Νεχρού και να παραμείνουν στη φυλακή μέχρι τις 15 Ιουνίου του 1945.Όταν μαθεύτηκε η σύλληψη των ηγετών του κόμματος του κογκρέσου πλήθη διαδηλωτών ξεχύθηκαν στους δρόμους πυρπολώντας ταχυδρομικά γραφεία, αστυνομικούς σταθμούς καθώς και δικαστήρια με γενικό σύνθημα "Φύγετε από την Ινδία" ("Quit India"), που με το όνομα αυτό έμεινε στην ιστορία η εξέγερση εκείνη του Αυγούστου. Εκτεταμένες φθορές σημειώθηκαν επίσης σε πολλά αυτοκίνητα, δημόσια κτίρια, σιδηροδρομικούς σταθμούς και δίκτυα. Η κυβέρνηση αντέδρασε τότε με κάθε μέσον που είχε στη διάθεσή της διαλύοντας τα πλήθη με χρήση όπλων, ακόμα και με πολυβολισμούς αεροσκαφών.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B6%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%BB%CE%AC%CE%BB_%CE%9D%CE%B5%CF%87%CF%81%CE%BF%CF%8D
Ερίκος Ντυνάν
Ο Ερίκος Ντυνάν (Jean-Henri Dunant, 8 Μαΐου 1828 - 30 Οκτωβρίου 1910) ήταν Ελβετός επιχειρηματίας και κοινωνικός ακτιβιστής. Επίσης ήταν επίσης συγγραφέας. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνονται «Η ανασυσταθείσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», «Η δουλεία παρά των Μουσουλμάνων και στις Η.Π.Α.» κ.ά. Έγινε όμως γνωστότερος από τη φιλανθρωπική του δράση.
Χωρίς να είναι γιατρός παρακολούθησε την νοσηλεία των τραυματιών του Ιταλοαυστριακού πολέμου (1859) και παρέστη στο πεδίο της μάχης του Σολφερίνο. Από αυτήν περιέγραψε τις φρικαλεότητες που αντίκρισε στο έργο του «Αναμνήσεις εκ Σολφερίνο» που τόση ήταν η εκ του βιβλίου του προκαλούμενη εντύπωση ώστε το 1863 να συγκληθεί διεθνής διάσκεψη στη Γενεύη για τη σύναψη διεθνούς σύμβασης για την περίθαλψη τραυματιών. Ένα χρόνο δε μετά ιδρύθηκε ο Ερυθρός Σταυρός.
Ο Ερρίκος Ντυνάν αφιέρωσε όλη του την περιουσία στο έργο αυτό. Τη γαλήνη των τελευταίων ετών της ζωής του του την εξασφάλισε το χρηματικό βραβείο Μπινέ-Φελντ (1897), που του απονεμήθηκε από την Ελβετική Ομοσπονδία, αλλά και το μεγαλύτερο οικονομικό βραβείο, το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1901.
Ο Ερρίκος Ντυνάν, προερχόταν από μία πολύ αφοσιωμένη οικογένεια Καλβινιστών, η οποία ασχολούταν με φιλανθρωπίες. Μετά από μη ολοκληρωμένες σπουδές στο γυμνάσιο, μαθήτευσε σε μία Ελβετική τράπεζα. Το 1853, ταξίδεψε στην Αλγερία για να αναλάβει την ελβετική αποικία του Σετίφ. Άρχισε την κατασκευή ενός αλευρόμυλου, αλλά δεν κατάφερε να του παραχωρηθεί η γη που ήταν ουσιαστική για την επιχείρηση. Αφού ταξίδεψε στην Τυνησία επέστρεψε στη Γενεύη, όπου αποφάσισε να προσεγγίσει τον Ναπολέοντα τον Τρίτο προκειμένου να αποκτήσει τα έγγραφα που χρειαζόταν. Τον καιρό εκείνο, ο αυτοκράτορας διέταζε τους Γαλλο-Σαρδινίους στρατιώτες που μάχονταν τους Αυστριακούς στη Βόρεια Ιταλία, και εκεί αποφάσισε να τον ψάξει. Έτσι συνέβη να είναι παρών στο τέλος της μάχης του Σολφερίνο, στη Λομβαρδία.
Επιστρέφοντας στη Γενεύη, έγραψε το “Μία ανάμνηση από το Σολφερίνο”, που τελικά οδήγησε στην ίδρυση της Διεθνούς Επιτροπής για Βοήθεια στους τραυματίες, τη μελλοντική Διεθνή Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ). Ο Ντυνάν ήταν μέλος και εργάστηκε ως γραμματέας. Ήταν τώρα διάσημος, και γινόταν δεκτός από αρχηγούς κρατών, βασιλείς και πρίγκιπες των Ευρωπαϊκών αυλών. Οι οικονομικές του υποθέσεις όμως παρέπαιαν και κήρυξε πτώχευση το 1867. Εντελώς κατεστραμμένος, είχε χρέη περίπου ενός εκατομμυρίου ελβετικών φράγκων της εποχής εκείνης.
Ως αποτέλεσμα του σκανδάλου που προκάλεσε στη Γενεύη η πτώχευσή του, παραιτήθηκε από τη θέση του ως γραμματέας της Διεθνούς Επιτροπής. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1867 η Επιτροπή αποφάσισε να κάνει δεκτή όχι μόνο την παραίτησή του από γραμματέα, αλλά και ως μέλος. Ο Ντυνάν έφυγε για το Παρίσι, όπου κατέληξε να κοιμάται στα παγκάκια. Την ίδια εποχή, ωστόσο, η αυτοκράτειρα Ευγενία τον κάλεσε στο Παλάτι του Κεραμεικού προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την επέκταση της Συμφωνίας της Γενεύης στις θαλάσσιες μάχες. Ο Ντυνάν έγινε τιμητικό μέλος του Ερυθρού Σταυρού της Αυστρίας, Ολλανδίας, Σουηδίας, Πρωσίας και Ισπανίας. Κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου επισκέφθηκε και ανακούφισε τους τραυματίες που είχαν μεταφερθεί στο Παρίσι, και εισήγαγε τη χρήση περιβραχιονίου προκειμένου να αναγνωρίζονται οι νεκροί.
Όταν αποκαταστάθηκε η ειρήνη, ο Ντυνάν ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου επεδίωξε να οργανώσει μία διεθνή διάσκεψη για το πρόβλημα των αιχμαλώτων πολέμου – ο Τσάρος τον ενθάρρυνε, αλλά η Αγγλία ήταν ενάντια στο σχέδιο. Μία διεθνής διάσκεψη για την “ολοκληρωτική και τελική κατάργηση της διακίνησης των Μαύρων και του εμπορίου σκλάβων” ξεκίνησε στο Λονδίνο την 1η Φεβρουαρίου 1875, κατόπιν πρωτοβουλίας του Ντυνάν. Ακολούθησαν χρόνια περιπλάνησης και υπέρτατης φτώχιας για τον Ντυνάν – ταξίδεψε με τα πόδια στην Αλσατία, Γερμανία, και Ιταλία ζώντας με φιλανθρωπίες και φιλοξενούμενος από μερικούς φίλους.
Τέλος, το 1887, κατέληξε στο ελβετικό χωριό του Χέυντεν, που βλέπει στη λίμνη Κωνστάνς, όπου και αρρώστησε. Βρήκε καταφύγιο στο τοπικό άσυλο, και εκεί τον ανακάλυψε το 1895 ένας δημοσιογράφος, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο για αυτόν, το οποίο μέσα σε λίγες μέρες ξανατυπώθηκε στον τύπο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μηνύματα συμπάθειας έφτασαν στον Ντυνάν από όλο τον κόσμο – σε μία βραδιά ήταν πάλι διάσημος και τιμημένος. Το 1901, έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Ο Ερρίκος Ντυνάν πέθανε στις 30 Οκτωβρίου του 1910.
Σήμερα πλείστα Νοσοκομεία - Θεραπευτήρια και Ινστιτούτα ανά το κόσμο καθώς και δρόμοι πλησίον αυτών φέρουν το όνομά του.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%81%CF%81%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%9D%CF%84%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BD
Ο Ερίκος Ντυνάν (Jean-Henri Dunant, 8 Μαΐου 1828 - 30 Οκτωβρίου 1910) ήταν Ελβετός επιχειρηματίας και κοινωνικός ακτιβιστής. Επίσης ήταν επίσης συγγραφέας. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνονται «Η ανασυσταθείσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», «Η δουλεία παρά των Μουσουλμάνων και στις Η.Π.Α.» κ.ά. Έγινε όμως γνωστότερος από τη φιλανθρωπική του δράση.
Χωρίς να είναι γιατρός παρακολούθησε την νοσηλεία των τραυματιών του Ιταλοαυστριακού πολέμου (1859) και παρέστη στο πεδίο της μάχης του Σολφερίνο. Από αυτήν περιέγραψε τις φρικαλεότητες που αντίκρισε στο έργο του «Αναμνήσεις εκ Σολφερίνο» που τόση ήταν η εκ του βιβλίου του προκαλούμενη εντύπωση ώστε το 1863 να συγκληθεί διεθνής διάσκεψη στη Γενεύη για τη σύναψη διεθνούς σύμβασης για την περίθαλψη τραυματιών. Ένα χρόνο δε μετά ιδρύθηκε ο Ερυθρός Σταυρός.
Ο Ερρίκος Ντυνάν αφιέρωσε όλη του την περιουσία στο έργο αυτό. Τη γαλήνη των τελευταίων ετών της ζωής του του την εξασφάλισε το χρηματικό βραβείο Μπινέ-Φελντ (1897), που του απονεμήθηκε από την Ελβετική Ομοσπονδία, αλλά και το μεγαλύτερο οικονομικό βραβείο, το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1901.
Ο Ερρίκος Ντυνάν, προερχόταν από μία πολύ αφοσιωμένη οικογένεια Καλβινιστών, η οποία ασχολούταν με φιλανθρωπίες. Μετά από μη ολοκληρωμένες σπουδές στο γυμνάσιο, μαθήτευσε σε μία Ελβετική τράπεζα. Το 1853, ταξίδεψε στην Αλγερία για να αναλάβει την ελβετική αποικία του Σετίφ. Άρχισε την κατασκευή ενός αλευρόμυλου, αλλά δεν κατάφερε να του παραχωρηθεί η γη που ήταν ουσιαστική για την επιχείρηση. Αφού ταξίδεψε στην Τυνησία επέστρεψε στη Γενεύη, όπου αποφάσισε να προσεγγίσει τον Ναπολέοντα τον Τρίτο προκειμένου να αποκτήσει τα έγγραφα που χρειαζόταν. Τον καιρό εκείνο, ο αυτοκράτορας διέταζε τους Γαλλο-Σαρδινίους στρατιώτες που μάχονταν τους Αυστριακούς στη Βόρεια Ιταλία, και εκεί αποφάσισε να τον ψάξει. Έτσι συνέβη να είναι παρών στο τέλος της μάχης του Σολφερίνο, στη Λομβαρδία.
Επιστρέφοντας στη Γενεύη, έγραψε το “Μία ανάμνηση από το Σολφερίνο”, που τελικά οδήγησε στην ίδρυση της Διεθνούς Επιτροπής για Βοήθεια στους τραυματίες, τη μελλοντική Διεθνή Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ). Ο Ντυνάν ήταν μέλος και εργάστηκε ως γραμματέας. Ήταν τώρα διάσημος, και γινόταν δεκτός από αρχηγούς κρατών, βασιλείς και πρίγκιπες των Ευρωπαϊκών αυλών. Οι οικονομικές του υποθέσεις όμως παρέπαιαν και κήρυξε πτώχευση το 1867. Εντελώς κατεστραμμένος, είχε χρέη περίπου ενός εκατομμυρίου ελβετικών φράγκων της εποχής εκείνης.
Ως αποτέλεσμα του σκανδάλου που προκάλεσε στη Γενεύη η πτώχευσή του, παραιτήθηκε από τη θέση του ως γραμματέας της Διεθνούς Επιτροπής. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1867 η Επιτροπή αποφάσισε να κάνει δεκτή όχι μόνο την παραίτησή του από γραμματέα, αλλά και ως μέλος. Ο Ντυνάν έφυγε για το Παρίσι, όπου κατέληξε να κοιμάται στα παγκάκια. Την ίδια εποχή, ωστόσο, η αυτοκράτειρα Ευγενία τον κάλεσε στο Παλάτι του Κεραμεικού προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την επέκταση της Συμφωνίας της Γενεύης στις θαλάσσιες μάχες. Ο Ντυνάν έγινε τιμητικό μέλος του Ερυθρού Σταυρού της Αυστρίας, Ολλανδίας, Σουηδίας, Πρωσίας και Ισπανίας. Κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου επισκέφθηκε και ανακούφισε τους τραυματίες που είχαν μεταφερθεί στο Παρίσι, και εισήγαγε τη χρήση περιβραχιονίου προκειμένου να αναγνωρίζονται οι νεκροί.
Όταν αποκαταστάθηκε η ειρήνη, ο Ντυνάν ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου επεδίωξε να οργανώσει μία διεθνή διάσκεψη για το πρόβλημα των αιχμαλώτων πολέμου – ο Τσάρος τον ενθάρρυνε, αλλά η Αγγλία ήταν ενάντια στο σχέδιο. Μία διεθνής διάσκεψη για την “ολοκληρωτική και τελική κατάργηση της διακίνησης των Μαύρων και του εμπορίου σκλάβων” ξεκίνησε στο Λονδίνο την 1η Φεβρουαρίου 1875, κατόπιν πρωτοβουλίας του Ντυνάν. Ακολούθησαν χρόνια περιπλάνησης και υπέρτατης φτώχιας για τον Ντυνάν – ταξίδεψε με τα πόδια στην Αλσατία, Γερμανία, και Ιταλία ζώντας με φιλανθρωπίες και φιλοξενούμενος από μερικούς φίλους.
Τέλος, το 1887, κατέληξε στο ελβετικό χωριό του Χέυντεν, που βλέπει στη λίμνη Κωνστάνς, όπου και αρρώστησε. Βρήκε καταφύγιο στο τοπικό άσυλο, και εκεί τον ανακάλυψε το 1895 ένας δημοσιογράφος, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο για αυτόν, το οποίο μέσα σε λίγες μέρες ξανατυπώθηκε στον τύπο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μηνύματα συμπάθειας έφτασαν στον Ντυνάν από όλο τον κόσμο – σε μία βραδιά ήταν πάλι διάσημος και τιμημένος. Το 1901, έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Ο Ερρίκος Ντυνάν πέθανε στις 30 Οκτωβρίου του 1910.
Σήμερα πλείστα Νοσοκομεία - Θεραπευτήρια και Ινστιτούτα ανά το κόσμο καθώς και δρόμοι πλησίον αυτών φέρουν το όνομά του.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%81%CF%81%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%9D%CF%84%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BD
Μαχάτμα Γκάντι
Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι ήταν Ινδός πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτηςακτιβιστής. Υπήρξε η κεντρική μορφή του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία και εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών.
Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την προσωνυμία Μαχάτμα, που φέρεται να του απέδωσε στα 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλη Ψυχή.
Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Ινδίας στην επαρχία Γκουτζάρατ. Η οικογένειά του ανήκε στην κάστα Βανισίγια, σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση του κοινωνικού διαχωρισμού σε κάστες. Ο παππούς του ήταν τοπικός κυβερνήτης του Πορμπαντάρ θέση στην οποία τον διαδέχτηκε ο γιος του και πατέρας του Μαχάτμα, Καραμτσάντ. Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, που ήταν η τέταρτη σύζυγος του Καραμτσάντ (οι τρεις προηγούμενες είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της γέννας) επηρέασε καταλυτικά το χαρακτήρα του με την αγνότητα του βίου της, την ευγένειά και τη θρησκευτική πίστη.
Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ,Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία, τη νηστεία ως μέθοδο αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και θρησκευτικών κινημάτων.
Το 1876 η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Rajkot και ο Μαχάτμα εγγράφηκε στο σχολείο. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την συνομήλική του Καστουρμπάι, κόρη του εμπόρου Gokuldas Makanji. Το 1881 εισήλθε στο Γυμνάσιο Alfred High School και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Καστουρμπάι. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά το Χαριλάλ (1888), το Μανιλάλ (1892), το Ραμντάς (1897) και τον Ντεμντάς (1900).
Στις 16 Νοεμβρίου 1885 πέθανε ο πατέρας του σε ηλικία 63 ετών. Το 1887 επέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήλθε στο Κολλέγιο Samaldas, αλλά οι σπουδές εκεί του φάνηκαν δύσκολες και η ατμόσφαιρα δυσάρεστη ώστε παρακολούθησε μόνο ένα ακαδημαϊκό έτος. Μετά από αυτό ένας οικογενειακός φίλος πρότεινε πως εάν ο Μαχάτμα επιθυμούσε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του θα ήταν καλό να σπουδάσει νομικά, σπουδές που θα διαρκούσαν τρία χρόνια στο Λονδίνο. Έτσι ο νεαρός Γκάντι εκμεταλλευόμενος αυτήν την πρόταση μετέβη στην πρωτεύουσα της τότε Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1888 και εγγράφηκε στο University College London. Ο Γκάντι φανταζόταν την Αγγλία σαν το κέντρο του πολιτισμού, χώρα φιλοσόφων και ποιητών. Η φανταστική του εικόνα όμως υπεχώρησε όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον χλευασμό συμφοιτητών για τις ιδιαίτερες πολιτισμικές του συνήθειες ενώ συνάμα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί προς τον δυτικό τρόπο ένδυσης και συμπεριφοράς.
Ο Γκάντι το 1890 με μέλη της Ένωσης Χορτοφάγων Λονδίνου.
Η παραμονή του στο Λονδίνο επηρεάστηκε από την υπόσχεση, την οποία είχε δώσει στη μητέρα του, ενώπιον του μοναχού Becharji της ομάδας Τζαΐν, να απέχει από την κρεοφαγία, την οινοπνευματοποσία και την ερωτική ελευθεριότητα. Αν και πειραματίστηκε στην υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, εν τούτοις παρέμεινε χορτοφάγοςσυμμετέχοντας στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου, όπου ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, εκλεγόμενος μάλιστα και μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής.
Μερικά από τα μέλη της Ένωσης ήταν επίσης μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας, η οποία είχε ιδρυθεί το 1875 με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης και επικέντρωνε στη μελέτη της βουδιστικής και ινδικής βραχμανικής λογοτεχνίας. Αυτοί παρότρυναν τον Γκάντι να διαβάσει τη Bhagavad-Gita. Το ίδιο διάστημα ένας Χριστιανός φίλος του του πρότεινε να διαβάσει τη Βίβλο. Αν και βρήκε δύσκολη και ανιαρή την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης ενθουσιάστηκε με την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα με την «Επί του Όρους ομιλία». Μη έχοντας επιδείξει προηγουμένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία μελέτησε θρησκευτικά έργα και πραγματείες, γεγονός που του ενεφύσησε την αρχή για τον σεβασμό κάθε θρησκείας και την υπεράσπιση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας.
Αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου έτους και έλαβε το πτυχίο του απέπλευσε για την Ινδία στις 10 Ιουνίου του 1891. Φθάνοντας στη Βομβάη πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Οι συγγενείς του σκόπιμα είχαν αποκρύψει την είδηση προκειμένου να αποφύγει τον συναισθηματικό κλονισμό, ως τόσο μακριά από την πατρίδα. Αρχικά έμεινε για λίγο στο Rajkot αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του μικρού γιου του και των παιδιών του αδελφού του, ενώ λίγο αργότερα αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο στη Βομβάη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες αναλαμβάνοντας μόνο μια μικρή υπόθεση. Όταν όμως προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει έχασε το θάρρος του και δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη.
Η αποτυχία στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Rajkot όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επί πλέον ένιωθε άβολα μέσα σ' ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Τότε του προτάθηκε από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στη Νότια Αφρική. Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον Απρίλιο του 1893.
Φτάνοντας στη Νότια Αφρική βρέθηκε αντιμέτωπος με τον φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, ο οποίος εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους εις βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. Ο ίδιος ο Γκάντι εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου επειδή αρνούνταν να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι ενώ ακόμη μία φορά δέχθηκε βία από τον οδηγό ταχυδρομικής άμαξας λόγω του ότι αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον Ευρωπαίο επιβάτη. Αυτή η κατάσταση τον οδήγησε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του.
Η Καστουρμπάι με τους τέσσερεις γιους της στη Ν.Αφρική το 1902
Κατά την εικοσάχρονη παραμονή στη Ν. Αφρική φυλακίστηκε πολλές φορές για τους αγώνες του. Εκεί πρώτη φορά ξεκίνησε να διδάσκει την τακτική της παθητικής αντίστασης, μιας μεθόδου με σαφείς αναφορές στη σκέψη του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Στην άρνησή για τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών επηρεάστηκε, όπως ο ίδιος έλεγε, από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό, ο οποίος είχε γράψει ένα δοκίμιο για την πολιτική ανυπακοή.
Ο Γκάντι με τους ηγέτες της κίνησης παθητικής αντίστασης (μη βίας) στη Ν.Αφρική.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος των Μπόερς ο Γκάντι οργάνωσε σώμα τραυματιοφορέων για το βρετανικό στρατό και διηύθυνε μία μονάδα τουΕρυθρού Σταυρού. Μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στον αγώνα για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και στα 1910 ίδρυσε το αγρόκτημα Τολστόι, κοντά στο Ντάρμπαν, μια συνεταιριστική παροικία για Ινδούς.
Το 1821 η κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης έκανε σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του Γκάντι, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης των ινδικών γάμων και της κατάργησης του κεφαλικού φόρου. Έτσι αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του αποφάσισε να επιστρέψει τον ίδιο χρόνο στην Ινδία.
Επί δύο περίπου χρόνια ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της Ινδίας προκειμένου να έρθει σε επαφή με τις απόψεις της σύγχρονης ινδικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο πρόβλημα της επαγγελματικής μαθητείας, σύστημα στα πλαίσια του οποίου φτωχοί και αγράμματοι εργάτες δελεάζονταν ώστε να εγκαταλείψουν την Ινδία εργαζόμενοι σε άλλες βρετανικές αποικίες.
Ο Γκάντι και η Καστουρμπάι μετά την επιστροφή τους στην Ινδία το 1915.
Ο Γκάντι χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της παθητικής αντίστασης κατάφερε να προκαλέσει μεγάλη κινητοποίηση για αυτό το θέμα. Στη Βομβάη πραγματοποιήθηκε συνέλευση όλων των Ινδών ηγετών και καθορίστηκε η 31η Μαΐου 1917 ως η τελευταία ημερομηνία για την κατάργηση της επαγγελματικής μαθητείας. Εν συνεχεία ταξίδεψε σε όλη τη χώρα για να λάβει υποστήριξη του αγώνα του. Οι συγκεντρώσεις σε κάθε σταθμό της περιοδείας του ήταν τέτοιες, ώστε ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναγγείλει ότι το συγκεκριμένο σύστημα εργασίας θα έπαυε πριν την 31η Μαΐου.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του εθνικού αγώνα των Ινδών για ανεξαρτησία. Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε σύντομα να εξαπλώνεται και όταν στα1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο μέσω της πράξης του Rowlatt παρεχώρησε στις αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπισή του, η τακτική της παθητικής αντίστασης απέκτησε εκατομμύρια θιασώτες σε όλη τη χώρα. Μία διαδήλωση εναντίον της πράξης του Rowlatt στην πόλη Αμριτσάρ κατέληξε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές δυνάμεις (Σφαγή του Αμριτσάρ). Ως αντίδραση στην απάνθρωπη αποικιοκρατική αυτή πράξη ο Μαχάτμα όρισε την 16η Απριλίου ημέρα νηστείας και προσευχής για τα θύματα της σφαγής. Το 1920 μετά την αποτυχία των Βρετανών να επανορθώσουν ο Γκάντι προώθησε μίαν οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Παραιτήθηκαν οι Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά αποχώρησαν από τα κρατικά σχολεία.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%87%CE%AC%CF%84%CE%BC%CE%B1_%CE%93%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9
Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι ήταν Ινδός πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτηςακτιβιστής. Υπήρξε η κεντρική μορφή του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία και εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών.
Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την προσωνυμία Μαχάτμα, που φέρεται να του απέδωσε στα 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλη Ψυχή.
Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Ινδίας στην επαρχία Γκουτζάρατ. Η οικογένειά του ανήκε στην κάστα Βανισίγια, σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση του κοινωνικού διαχωρισμού σε κάστες. Ο παππούς του ήταν τοπικός κυβερνήτης του Πορμπαντάρ θέση στην οποία τον διαδέχτηκε ο γιος του και πατέρας του Μαχάτμα, Καραμτσάντ. Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, που ήταν η τέταρτη σύζυγος του Καραμτσάντ (οι τρεις προηγούμενες είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της γέννας) επηρέασε καταλυτικά το χαρακτήρα του με την αγνότητα του βίου της, την ευγένειά και τη θρησκευτική πίστη.
Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ,Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία, τη νηστεία ως μέθοδο αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και θρησκευτικών κινημάτων.
Το 1876 η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Rajkot και ο Μαχάτμα εγγράφηκε στο σχολείο. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την συνομήλική του Καστουρμπάι, κόρη του εμπόρου Gokuldas Makanji. Το 1881 εισήλθε στο Γυμνάσιο Alfred High School και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Καστουρμπάι. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά το Χαριλάλ (1888), το Μανιλάλ (1892), το Ραμντάς (1897) και τον Ντεμντάς (1900).
Στις 16 Νοεμβρίου 1885 πέθανε ο πατέρας του σε ηλικία 63 ετών. Το 1887 επέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήλθε στο Κολλέγιο Samaldas, αλλά οι σπουδές εκεί του φάνηκαν δύσκολες και η ατμόσφαιρα δυσάρεστη ώστε παρακολούθησε μόνο ένα ακαδημαϊκό έτος. Μετά από αυτό ένας οικογενειακός φίλος πρότεινε πως εάν ο Μαχάτμα επιθυμούσε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του θα ήταν καλό να σπουδάσει νομικά, σπουδές που θα διαρκούσαν τρία χρόνια στο Λονδίνο. Έτσι ο νεαρός Γκάντι εκμεταλλευόμενος αυτήν την πρόταση μετέβη στην πρωτεύουσα της τότε Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1888 και εγγράφηκε στο University College London. Ο Γκάντι φανταζόταν την Αγγλία σαν το κέντρο του πολιτισμού, χώρα φιλοσόφων και ποιητών. Η φανταστική του εικόνα όμως υπεχώρησε όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον χλευασμό συμφοιτητών για τις ιδιαίτερες πολιτισμικές του συνήθειες ενώ συνάμα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί προς τον δυτικό τρόπο ένδυσης και συμπεριφοράς.
Ο Γκάντι το 1890 με μέλη της Ένωσης Χορτοφάγων Λονδίνου.
Η παραμονή του στο Λονδίνο επηρεάστηκε από την υπόσχεση, την οποία είχε δώσει στη μητέρα του, ενώπιον του μοναχού Becharji της ομάδας Τζαΐν, να απέχει από την κρεοφαγία, την οινοπνευματοποσία και την ερωτική ελευθεριότητα. Αν και πειραματίστηκε στην υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, εν τούτοις παρέμεινε χορτοφάγοςσυμμετέχοντας στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου, όπου ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, εκλεγόμενος μάλιστα και μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής.
Μερικά από τα μέλη της Ένωσης ήταν επίσης μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας, η οποία είχε ιδρυθεί το 1875 με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης και επικέντρωνε στη μελέτη της βουδιστικής και ινδικής βραχμανικής λογοτεχνίας. Αυτοί παρότρυναν τον Γκάντι να διαβάσει τη Bhagavad-Gita. Το ίδιο διάστημα ένας Χριστιανός φίλος του του πρότεινε να διαβάσει τη Βίβλο. Αν και βρήκε δύσκολη και ανιαρή την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης ενθουσιάστηκε με την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα με την «Επί του Όρους ομιλία». Μη έχοντας επιδείξει προηγουμένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία μελέτησε θρησκευτικά έργα και πραγματείες, γεγονός που του ενεφύσησε την αρχή για τον σεβασμό κάθε θρησκείας και την υπεράσπιση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας.
Αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου έτους και έλαβε το πτυχίο του απέπλευσε για την Ινδία στις 10 Ιουνίου του 1891. Φθάνοντας στη Βομβάη πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Οι συγγενείς του σκόπιμα είχαν αποκρύψει την είδηση προκειμένου να αποφύγει τον συναισθηματικό κλονισμό, ως τόσο μακριά από την πατρίδα. Αρχικά έμεινε για λίγο στο Rajkot αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του μικρού γιου του και των παιδιών του αδελφού του, ενώ λίγο αργότερα αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο στη Βομβάη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες αναλαμβάνοντας μόνο μια μικρή υπόθεση. Όταν όμως προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει έχασε το θάρρος του και δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη.
Η αποτυχία στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Rajkot όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επί πλέον ένιωθε άβολα μέσα σ' ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Τότε του προτάθηκε από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στη Νότια Αφρική. Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον Απρίλιο του 1893.
Φτάνοντας στη Νότια Αφρική βρέθηκε αντιμέτωπος με τον φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, ο οποίος εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους εις βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. Ο ίδιος ο Γκάντι εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου επειδή αρνούνταν να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι ενώ ακόμη μία φορά δέχθηκε βία από τον οδηγό ταχυδρομικής άμαξας λόγω του ότι αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον Ευρωπαίο επιβάτη. Αυτή η κατάσταση τον οδήγησε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του.
Η Καστουρμπάι με τους τέσσερεις γιους της στη Ν.Αφρική το 1902
Κατά την εικοσάχρονη παραμονή στη Ν. Αφρική φυλακίστηκε πολλές φορές για τους αγώνες του. Εκεί πρώτη φορά ξεκίνησε να διδάσκει την τακτική της παθητικής αντίστασης, μιας μεθόδου με σαφείς αναφορές στη σκέψη του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Στην άρνησή για τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών επηρεάστηκε, όπως ο ίδιος έλεγε, από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό, ο οποίος είχε γράψει ένα δοκίμιο για την πολιτική ανυπακοή.
Ο Γκάντι με τους ηγέτες της κίνησης παθητικής αντίστασης (μη βίας) στη Ν.Αφρική.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος των Μπόερς ο Γκάντι οργάνωσε σώμα τραυματιοφορέων για το βρετανικό στρατό και διηύθυνε μία μονάδα τουΕρυθρού Σταυρού. Μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στον αγώνα για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και στα 1910 ίδρυσε το αγρόκτημα Τολστόι, κοντά στο Ντάρμπαν, μια συνεταιριστική παροικία για Ινδούς.
Το 1821 η κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης έκανε σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του Γκάντι, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης των ινδικών γάμων και της κατάργησης του κεφαλικού φόρου. Έτσι αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του αποφάσισε να επιστρέψει τον ίδιο χρόνο στην Ινδία.
Επί δύο περίπου χρόνια ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της Ινδίας προκειμένου να έρθει σε επαφή με τις απόψεις της σύγχρονης ινδικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο πρόβλημα της επαγγελματικής μαθητείας, σύστημα στα πλαίσια του οποίου φτωχοί και αγράμματοι εργάτες δελεάζονταν ώστε να εγκαταλείψουν την Ινδία εργαζόμενοι σε άλλες βρετανικές αποικίες.
Ο Γκάντι και η Καστουρμπάι μετά την επιστροφή τους στην Ινδία το 1915.
Ο Γκάντι χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της παθητικής αντίστασης κατάφερε να προκαλέσει μεγάλη κινητοποίηση για αυτό το θέμα. Στη Βομβάη πραγματοποιήθηκε συνέλευση όλων των Ινδών ηγετών και καθορίστηκε η 31η Μαΐου 1917 ως η τελευταία ημερομηνία για την κατάργηση της επαγγελματικής μαθητείας. Εν συνεχεία ταξίδεψε σε όλη τη χώρα για να λάβει υποστήριξη του αγώνα του. Οι συγκεντρώσεις σε κάθε σταθμό της περιοδείας του ήταν τέτοιες, ώστε ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναγγείλει ότι το συγκεκριμένο σύστημα εργασίας θα έπαυε πριν την 31η Μαΐου.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του εθνικού αγώνα των Ινδών για ανεξαρτησία. Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε σύντομα να εξαπλώνεται και όταν στα1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο μέσω της πράξης του Rowlatt παρεχώρησε στις αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπισή του, η τακτική της παθητικής αντίστασης απέκτησε εκατομμύρια θιασώτες σε όλη τη χώρα. Μία διαδήλωση εναντίον της πράξης του Rowlatt στην πόλη Αμριτσάρ κατέληξε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές δυνάμεις (Σφαγή του Αμριτσάρ). Ως αντίδραση στην απάνθρωπη αποικιοκρατική αυτή πράξη ο Μαχάτμα όρισε την 16η Απριλίου ημέρα νηστείας και προσευχής για τα θύματα της σφαγής. Το 1920 μετά την αποτυχία των Βρετανών να επανορθώσουν ο Γκάντι προώθησε μίαν οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Παραιτήθηκαν οι Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά αποχώρησαν από τα κρατικά σχολεία.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%87%CE%AC%CF%84%CE%BC%CE%B1_%CE%93%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9
Μητέρα Τερέζα
Η Μητέρα Τερέζα ήταν Αλβανίδα Καθολική μοναχή με σημαντικό φιλανθρωπικό έργο, από τα Σκόπια. Για πάνω από 45 χρόνια, η Μητέρα Τερέζα βοήθησε τους φτωχούς και τους αρρώστους σε όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα να αγιοποιηθεί από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β' το 1997. Είναι κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης του 1979 για "τις εκστρατείες της σχετικά με την ενημέρωση για τη φτώχεια".
Η Μητέρα Τερέζα γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου του 1910 στα Σκόπια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σήμερα πρωτεύουσα της ΠΓΔΜ). Είχε, ωστόσο, καταγωγή από την Σκόδρα της Αλβανίας. Πήγε στο Νταρτζίλινγκ της Ινδίας το 1929 και ορκίστηκε ως μοναχή το 1931. Το 1937 δούλεψε σαν δασκάλα σε ένα σχολείο στην Καλκούτα. Το 1950, πήρε την άδεια από το Βατικανό για να ξεκινήσει το ιεραποστολικό της έργο. Το 1952 μετέτρεψε έναν παλαιό Ινδουιστικό ναό στην Καλκούτα σε κτίριο για την ίαση των ανθρώπων που πεθαίνουν. Επίσης, το 1955 άνοιξε ένα ορφανοτροφείο στην Καλκούτα. Στην συνέχεια άνοιξε νοσοκομεία και ορφανοτροφεία σε ολόκληρη την Ινδία αλλά και στην Ρώμη, την Τανζανία και την Αυστρία.Το 1979, κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο προκειμένου να βοηθήσει τους φτωχούς και τους αρρώστους σε όλο τον κόσμο. Ενδεικτικά, βοήθησε τους πεινασμένους στην Αιθιοπία, τα θύματα της πυρηνικής έκρηξης στο Τσερνομπίλ καθώς και τα θύματα ενός σεισμού στην Αρμενία. Το 1983, κατά την διάρκεια επίσκεψής της στον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β', έπαθε καρδιακή προσβολή και έκτοτε κυκλοφορούσε με βηματοδότη. Η Μητέρα Τερέζα πέθανε το 1997 στην Καλκούτα της Ινδίας και, αμέσως μετά τον θάνατό της, αγιοποιήθηκε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β'.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B1_%CE%A4%CE%B5%CF%81%CE%AD%CE%B6%CE%B1
Η Μητέρα Τερέζα ήταν Αλβανίδα Καθολική μοναχή με σημαντικό φιλανθρωπικό έργο, από τα Σκόπια. Για πάνω από 45 χρόνια, η Μητέρα Τερέζα βοήθησε τους φτωχούς και τους αρρώστους σε όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα να αγιοποιηθεί από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β' το 1997. Είναι κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης του 1979 για "τις εκστρατείες της σχετικά με την ενημέρωση για τη φτώχεια".
Η Μητέρα Τερέζα γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου του 1910 στα Σκόπια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σήμερα πρωτεύουσα της ΠΓΔΜ). Είχε, ωστόσο, καταγωγή από την Σκόδρα της Αλβανίας. Πήγε στο Νταρτζίλινγκ της Ινδίας το 1929 και ορκίστηκε ως μοναχή το 1931. Το 1937 δούλεψε σαν δασκάλα σε ένα σχολείο στην Καλκούτα. Το 1950, πήρε την άδεια από το Βατικανό για να ξεκινήσει το ιεραποστολικό της έργο. Το 1952 μετέτρεψε έναν παλαιό Ινδουιστικό ναό στην Καλκούτα σε κτίριο για την ίαση των ανθρώπων που πεθαίνουν. Επίσης, το 1955 άνοιξε ένα ορφανοτροφείο στην Καλκούτα. Στην συνέχεια άνοιξε νοσοκομεία και ορφανοτροφεία σε ολόκληρη την Ινδία αλλά και στην Ρώμη, την Τανζανία και την Αυστρία.Το 1979, κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο προκειμένου να βοηθήσει τους φτωχούς και τους αρρώστους σε όλο τον κόσμο. Ενδεικτικά, βοήθησε τους πεινασμένους στην Αιθιοπία, τα θύματα της πυρηνικής έκρηξης στο Τσερνομπίλ καθώς και τα θύματα ενός σεισμού στην Αρμενία. Το 1983, κατά την διάρκεια επίσκεψής της στον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β', έπαθε καρδιακή προσβολή και έκτοτε κυκλοφορούσε με βηματοδότη. Η Μητέρα Τερέζα πέθανε το 1997 στην Καλκούτα της Ινδίας και, αμέσως μετά τον θάνατό της, αγιοποιήθηκε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β'.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B1_%CE%A4%CE%B5%CF%81%CE%AD%CE%B6%CE%B1
Νέλσον Μαντέλα
Ο Νέλσον Μαντέλα (Nelson Rolihlahla Mandela, γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1918 στο χωριό Μβέζο (Mvezo) της περιοχής Τράνσκεϊ της Νότιας Αφρικής και απεβίωσε στις 5 Δεκεμβρίου 2013). Ήταν αγωνιστής της Νότιας Αφρικής και στη συνέχεια πολιτικός και ο πρώτος έγχρωμος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής (1994-1999). Από το 1998 μέχρι το 1999 χρημάτισε Πρόεδρος του Κινήματος των Αδεσμεύτων.
Δικηγόρος στο Γιοχάνεσμπουργκ, έγινε μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου ANC (African National Congress) το 1944. Πήγε στο Γιοχάνεσμπουργκ επειδή οι γονείς του ήθελαν να τον παντρέψουν χωρίς να το θέλει αυτός. Για 20 χρόνια τέθηκε επικεφαλής στη μεγάλη εκστρατεία κατά της ρατσιστικής πολιτικής της κυβέρνησης της Νότιας Αφρικής. Ήταν ο πρώτος έγχρωμος, δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής. Πριν εκλεγεί πρόεδρος, ήταν από τους επικεφαλής του κινήματος κατά του Απαρτχάιντ και ενεργό μέλος του ANC. Φυλακίστηκε για 27 χρόνια από το καθεστώς των λευκών. Ο Νέλσον Μαντέλα αποφυλακίστηκε το Φεβρουάριο του 1990, αφού ο πρόεδρος Φρεντερίκ ντε Κλερκ αναγνώρισε το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και ανέστειλε τις εκτελέσεις. Ο Νέλσον Μαντέλα αμέσως παρότρυνε τις ξένες δυνάμεις να μην ελαττώσουν την πίεση που ασκούσαν στη νοτιοαφρικανική κυβέρνηση για συνταγματική μεταρρύθμιση. Η απελευθέρωσή του το 1990 σημάδεψε την απαρχή θεμελιακών αλλαγών στο Νοτιοαφρικανικό κράτος, που οδήγησαν στην πτώση του ρατσιστικού του καθεστώτος. Το 1993 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνηςπου το μοιράστηκε με τον τότε πρόεδρο Φρεντερίκ Ντε Κλερκ. Το 1994 έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής σε εκλογές που επιτράπηκε να ψηφίσουν λευκοί και μαύροι.
Έχασε τον γιο του από AIDS και τον άλλο σε τροχαίο ατύχημα, το 1969 (σε τροχαίο έχασε και τη δισέγγονή του, το 2010). Από τότε ο Νέλσον Μαντέλα έγινε εξαιρετικά δραστήριος κατά του AIDS. Ο ίδιος δήλωνε ότι ο μόνος τρόπος να το AIDS ως φυσιολογική ασθένεια είναι να μην το κρύβουμε και να κάνουμε τους ανθρώπους να σταματήσουν να το θεωρούν κάτι που χτυπά ορισμένα άτομα τα οποία πηγαίνουν στην κόλαση και όχι στον παράδεισο.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AD%CE%BB%CF%83%CE%BF%CE%BD_%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B1
Ο Νέλσον Μαντέλα (Nelson Rolihlahla Mandela, γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1918 στο χωριό Μβέζο (Mvezo) της περιοχής Τράνσκεϊ της Νότιας Αφρικής και απεβίωσε στις 5 Δεκεμβρίου 2013). Ήταν αγωνιστής της Νότιας Αφρικής και στη συνέχεια πολιτικός και ο πρώτος έγχρωμος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής (1994-1999). Από το 1998 μέχρι το 1999 χρημάτισε Πρόεδρος του Κινήματος των Αδεσμεύτων.
Δικηγόρος στο Γιοχάνεσμπουργκ, έγινε μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου ANC (African National Congress) το 1944. Πήγε στο Γιοχάνεσμπουργκ επειδή οι γονείς του ήθελαν να τον παντρέψουν χωρίς να το θέλει αυτός. Για 20 χρόνια τέθηκε επικεφαλής στη μεγάλη εκστρατεία κατά της ρατσιστικής πολιτικής της κυβέρνησης της Νότιας Αφρικής. Ήταν ο πρώτος έγχρωμος, δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής. Πριν εκλεγεί πρόεδρος, ήταν από τους επικεφαλής του κινήματος κατά του Απαρτχάιντ και ενεργό μέλος του ANC. Φυλακίστηκε για 27 χρόνια από το καθεστώς των λευκών. Ο Νέλσον Μαντέλα αποφυλακίστηκε το Φεβρουάριο του 1990, αφού ο πρόεδρος Φρεντερίκ ντε Κλερκ αναγνώρισε το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και ανέστειλε τις εκτελέσεις. Ο Νέλσον Μαντέλα αμέσως παρότρυνε τις ξένες δυνάμεις να μην ελαττώσουν την πίεση που ασκούσαν στη νοτιοαφρικανική κυβέρνηση για συνταγματική μεταρρύθμιση. Η απελευθέρωσή του το 1990 σημάδεψε την απαρχή θεμελιακών αλλαγών στο Νοτιοαφρικανικό κράτος, που οδήγησαν στην πτώση του ρατσιστικού του καθεστώτος. Το 1993 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνηςπου το μοιράστηκε με τον τότε πρόεδρο Φρεντερίκ Ντε Κλερκ. Το 1994 έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής σε εκλογές που επιτράπηκε να ψηφίσουν λευκοί και μαύροι.
Έχασε τον γιο του από AIDS και τον άλλο σε τροχαίο ατύχημα, το 1969 (σε τροχαίο έχασε και τη δισέγγονή του, το 2010). Από τότε ο Νέλσον Μαντέλα έγινε εξαιρετικά δραστήριος κατά του AIDS. Ο ίδιος δήλωνε ότι ο μόνος τρόπος να το AIDS ως φυσιολογική ασθένεια είναι να μην το κρύβουμε και να κάνουμε τους ανθρώπους να σταματήσουν να το θεωρούν κάτι που χτυπά ορισμένα άτομα τα οποία πηγαίνουν στην κόλαση και όχι στον παράδεισο.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AD%CE%BB%CF%83%CE%BF%CE%BD_%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B1
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
O Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ (15 Ιανουαρίου 1929 - 4 Απριλίου 1968) ήταν Αμερικανός πολιτικός αγωνιστής, ηγέτης των Αφροαμερικανών και εφημέριος, που πάλεψε ενάντια στο φυλετικό ρατσισμό.
Ο Κινγκ γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1929, στην Ατλάντα της Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως Μάρτιν Κινγκ Τζούνιορ. Η οικογένειά του ήταν της μεσοαστικής τάξης και σχετιζόταν άμεσα με το μαύρο κλήρο των Νότιων Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς ο πατέρας και ο παππούς του ήταν Βαπτιστές ιεροκήρυκες. ΤοΛούθερ προστέθηκε στο όνομα του Κινγκ, σε ηλικία πέντε ετών, προς τιμήν του Λουθήρου. Σε μικρή ηλικία, βίωσε την πρώτη του ρατσιστική εμπειρία, καθώς στιςτραπεζαρίες των τραίνων εκείνης της εποχής, χρησιμοποιούνταν κουρτίνες, για το διαχωρισμό των μαύρων και των λευκών επιβατών.
Στα 15 του πήγε να φοιτήσει στο Κολλέγιο Μόρχαουζ της Ατλάντα, σε ειδικό πρόγραμμα για ταλαντούχους μαθητές. Ενδιαφερόταν για την ιατρική και τη νομική, όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του, λόγω των επανειλημμένων πιέσεων του πατέρα του, για να γίνει κληρικός. Επί τρία χρόνια, σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Κρόζερ, στο Τσέστερ της Πενσυλβάνια. Το 1948, σε ηλικία 19 ετών, χρίστηκε Βαπτιστής πάστορας. Αποφοίτησε, το 1961, παίρνοντας δίπλωμα θεολογίας. Τότε, άρχισαν να επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης του η φιλοσοφία της πολιτικής ανυπακοής και της μη βίας, του Μαχάτμα Γκάντι και οι απόψεις των σύγχρονων προτεσταντών θεολόγων. Ακολούθησε το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου έθεσε τις βάσεις για τις θρησκευτικές και ηθικές αρχές του, στις οποίες στηρίχθηκε η διδακτορική διατριβή του, με τίτλο: "Συγκριτική μελέτη των ιδεών περί Θεού στη σκέψη του Πάουλ Τίλιχ και του Χένρι Νέλσον Βίμαν". Εκεί, επίσης, γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Κορέττα Σκοτ, την οποία και παντρεύτηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1953. Στις 31 Οκτωβρίου του 1954, μετακινήθηκε -με μεσολάβηση του πατέρα του- στο Μοντγκόμερυ της Αλαμπάμα και έγινε εφημέριος της εκκλησίας των Βαπτιστών της Λεωφόρου Ντέξτερ.
Την 1η Δεκεμβρίου του 1955, η μοδίστρα Ρόζα Παρκς, αρνούμενη να παραχωρήσει τη θέση της σε έναν λευκό στο λεωφορείο -όπως όριζε ο νόμος- συνελήφθη. Έτσι, οι μαύροι της περιοχής δημιούργησαν την "Ένωση για την Πρόοδο" του Μοντγκόμερυ, με αρχηγό τον Κινγκ, για την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων. Στις 26 Ιανουαρίου του 1956, ο Κινγκ συνελήφθη για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας και φυλακίστηκε, λόγω της προεδρίας του, στην Ένωση. Tέσσερις ημέρες αργότερα (30 Ιανουαρίου), το σπίτι του δέχθηκε βομβιστική επίθεση. Στις 21 Φεβρουαρίου, καταδικάστηκε με άλλους 88 μαύρους, λόγω της στάσης τους απέναντι στο νόμο για τα λεωφορεία. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1956, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές τις φυλετικές διακρίσεις στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Έτσι, το κίνημα του Κινγκ πήρε την πρώτη του μεγάλη νίκη. Στις 8 Αυγούστου του 1957, ο Κινγκ ίδρυσε τη "Συνδιάσκεψη της Χριστιανικής Ηγεσίας των Πολιτειών του Νότου" ή αλλιώς "Χριστιανική Διάσκεψη του Νότου", με επικεφαλής τον ίδιο.
Οι μαύροι των Νότιων Πολιτειών τού συμπαραστάθηκαν ένθερμα και έτσι, ο Κινγκ ξεκίνησε τις ανθρωπιστικές περιοδείες του, ανά το κράτος, υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων και της μη βιας, διοργανώνοντας καθιστικές διαμαρτυρίες και ειρηνικές πορείες. Επίσης, είχε συναντήσεις με διάφορους ξένους ηγέτες. Έτσι, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1957, το Κογκρέσο αναγνώρισε πολιτικά δικαιώματα και στους μαύρους.
Στις 23 Ιουνίου του 1958, πραγματοποιήθηκε η ιστορική συνάντηση του Κινγκ με τον Πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1958, ο Κινγκ μαχαιρώθηκε στο θώρακα, στο κέντρο του Χάρλεμ, από την Αϊζόλα Κάρρυ. Από το Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1959, ταξίδεψε και έμεινε στην Ινδία, ως προσκεκλημένος του Ινδού πρωθυπουργού, Νεχρού. Στις 24 Ιανουαρίου του 1960, ο Κινγκ μετακόμισε στην Ατλάντα και ορίστηκε πάστορας, στην ίδια εκκλησία με τον πατέρα του. Στις 22 Ιουνίου του ίδιου έτους, συναντήθηκε με τον υποψήφιο Πρόεδρο, Τζων Κέννεντυ. Στις 19 Οκτωβρίου του 1960, συνελήφθη για καθιστική διαμαρτυρία στην Ατλάντα και φυλακίστηκε, αφού αρνήθηκε να πληρώσει εγγύηση. Στις 16 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, συνελήφθη, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο Ώλμπανυ, ενώ στις 27 Φεβρουαρίου του 1962, καταδικάστηκε με την κατηγορία της παράνομης διαδήλωσης. Στις 16 Οκτωβρίουτης ίδιας χρονιάς, ο Κινγκ συναντήθηκε με τον Πρόεδρο, πλέον, Τζων Κέννεντυ, ζητώντας την άμεση κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων.
Το 1963, οργάνωσε μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις, κατά των φυλετικών διακρίσεων, στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με βία, σκύλους κα ιπυροσβεστικές αντλίες από την αστυνομία. Αποτέλεσμα των συρράξεων αυτών ήταν η παγκόσμια ενασχόληση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, με το θέμα των φυλετικών διακρίσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες και η σύλληψή του, στις 16 Απριλίου. Στις 28 Αυγούστου του ίδιου έτους, εκφώνησε τον περίφημο λόγο του "Έχω ένα όνειρο", σε μια ειρηνική συγκέντρωση, στην Ουάσινγκτον, παρουσία 250,000 ανθρώπων όλων των φυλών. Το Δεκέμβριο του 1964, του απονεμήθηκε Νόμπελ Ειρήνης, ενώ ο αγώνας που έδωσε, οδήγησε στην ψήφιση του Νόμου περί Πολιτικών Δικαιωμάτων, ο οποίος εξουσιοδοτούσε την επιβολή της απάλειψης των φυλετικών διακρίσεων σε δημόσιους χώρους, από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η ανυπακοή του νόμου αυτού θα επέφερε ποινική δίωξη στους παραβάτες.
Στις 2 Ιανουαρίου του 1965, ο Κινγκ ανήγγειλε την έναρξη μιας καμπάνιας για τα διακαιώματα των μαύρων, με τίτλο: "Πρόγραμμα Αλαμπάμα". Επίσης, μέσα στο 1965, οργάνωσε διαδήλωση στη Σέλμα της Αλαμπάμα, για το δικαίωμα ψήφου στους μαύρους. Εκείνον τον καιρό, μάλιστα, υποστήριξε ότι οι νόμοι των πολιτικών δικαιωμάτων είναι άχρηστοι, αν δεν συνοδεύονται από αναγνώριση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών δικαιωμάτων. To Φεβρουάριο του 1965, ο Κινγκ φυλακίστηκε στη Σέλμα, με τον Μάλκολμ Χ να τού συμπαραστέκεται. Το Μάρτιο του ίδιου έτους, μαύροι και λευκοί διαδηλωτές του κινήματός του, συγκρούστηκαν με την έφιππη αστυνομία, του Μοντγκόμερυ. Μετά από εξέγερση μαύρων σε γκέτο του Λος Άντζελες, ο λόγος του Κινγκ έγινε πολύ πιο σκληρός, κατακρίνοντας τους δημάρχους των πόλεων των Βόρειων Πολιτειών και κατηγορώντας τους για τύφλωση και βραδύνοια. Tον Ιούλιο του 1965, ο Κινγκ ξεκίνησε περιοδείες και διαμαρτυρίες στα βόρεια της χώρας. Στις 6 Αυγούστου του 1965, υπογράφηκε από τον Λύντον Τζόνσον νέος νόμος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων. Επίσης, εκείνον τον καιρό τάχθηκε ανοιχτά κατά του πολέμου του Βιετνάμ και του καθεστώτος της Νοτίου Αφρικής, ενώ συμμάχησε με τους καταπιεζόμενους της Λατινικής Αμερικής, θέλοντας να πετύχει μια ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας.
Την άνοιξη του 1966, ο Κινγκ περιόδευσε στην Αλαμπάμα, για την ενίσχυση των μαύρων υποψηφίων. Στις 16 Μαΐου, ο Κινγκ έκανε αντιπολεμική ομιλία, στην Ουάσινγκτον. Στις 10 Ιουλίου του ίδιου έτους, εγκαινιάστηκε καμπάνια για την ελεύθερη εγκατάσταση των μαύρων, στο Σικάγο. Στις 5 Αυγούστου του 1966, σε πορεία του κινήματός του, διαμέσου των συνοικιών των λευκών του Σικάγο, ο Κινγκ χτυπήθηκε από πέτρα, με τον ίδιο να δηλώνει ότι δεν είχε συναντήσει πουθενά πιο εχθρική ατμόσφαιρα από αυτήν. Στις 4 Απριλίου του 1967, εκφώνησε το λόγο Πέρα από το Βιετνάμ, στην εκκλησία Ρίβερσαϊντ της Νέας Υόρκης, αποκάλώντας τις Η.Π.Α., "μεγαλύτερο προαγωγό βίας στον κόσμο και λέγοντας σε όσους θα τόν αποκαλούσαν προδότη, μετά από αυτήν την ομιλία ότι θα ήταν προδοσία να μη μιλήσει. Το περιοδικό Τάιμ κατέκρινε την ομιλία του, ονομάζοντάς την "δημαγωγική συκοφαντία που ηχεί σαν εκπομπή του Ράδιο Ανόι", ενώ η Washington Post έγραψε: "ο Κινγκ ξεστόμισε πικρές και βλαπτικές καταγγελίες, τις οποίες δεν μπόρεσε (και δεν θα μπορούσε) να τεκμηριώσει. Με την ομιλία προσέβαλε τους φυσικούς του συμμάχους. Πολλοί που μέχρι σήμερα τον άκουγαν με σεβασμό δεν θα του δείξουν ποτέ πια την ίδια εμπιστοσύνη. O Κινγκ ακύρωσε τη χρησιμότητά του, για τον αγώνα, τη χώρα και το λαό του.".
Στις 12 Μαρτίου του 1967, η πολιτεία της Αλαμπάμα αναγκάστηκε να μετατρέψει όλα τα δημόσια σχολεία, σε μεικτά. Στις 25 του ίδιου μήνα, ο Κινγκ σε ομιλία του στο Σικάγο καταδίκασε την αμερικανική εξωτερική πολιτική για τον Πόλεμο του Βιετνάμ, ενώ στις 4 Απριλίου, στη Νέα Υόρκη, έθιξε το ίδιο ακριβώς θέμα. Το καλοκαίρι του 1967, η εξέγερση των μαύρων εξαπλώθηκε σε 150 πόλεις. Για να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή κινητοποίηση, η κυβέρνηση του Λύντον Τζόνσον έστειλε στρατό και τανκς, στο Ντιτρόιτ, όπου συνέβαιναν οι σημαντικότερες ταραχές (23 - 30 Ιουλίου), με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 43 άνθρωποι. Την επομένη, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έστειλε τηλεγράφημα καταγγελίας στον Πρόεδρο. Στα τέλη του 1967, ο Κινγκ προσπάθησε να πάρει μαζί του ανθρώπους από όλες τις φυλές, κυρίως, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ιδρύοντας την Εκστρατεία των Φτωχών ή αλλιώς Καμπάνια του Φτωχού Λαού. Με αυτόν τον τρόπο, η μη βία, έδωσε τη θέση της στη μαζική ανυπακοή. Στις 30 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο Κινγκ φυλακίστηκε, ως υπεύθυνος των διαδηλώσεων του Μπέρμιγχαμ. Το Δεκέμβριο του 1967, ο Κινγκ δήλωσε: "Πρέπει να σας ομολογήσω σήμερα, ότι, λίγο καιρό μετά την ομιλία μου εκείνη στην Ουάσιγκτον ("Εχω ένα όνειρο"), άρχισα να βλέπω ότι το όνειρο είχε μεταβληθεί σε εφιάλτη. Ηταν όταν τέσσερα όμορφα, ανυπεράσπιστα, αθώα, μαύρα κορίτσια δολοφονήθηκαν σε μια εκκλησία του Μπέρμιγγχαμ της Αλαμπάμα.". Η προπαγάνδα εναντίον αυτού και του κινήματός του κλιμακώθηκε, όταν ο τύπος ξεκίνησε να προειδοποιεί για την "ένοπλη εξέγερση" που ετοίμαζε ο Κινγκ. Στις 28 Μαρτίου του 1968, ο Κινγκ πήγε στο Μέμφις, για να συμπαρασταθεί σε απεργούς. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης, δημιουργήθηκαν επεισόδια, κατά τα οποία ένας μαύρος έφηβος δολοφονήθηκε. Στις 3 Απριλίου του 1968 (μια ημέρα πριν από το θάνατό του) έδωσε τον τελευταίο του λόγο: Έφθασα στην Κορυφή του Όρους. Μέχρι και εκείνη την ημέρα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αποτελούσε τον "πιο επικίνδυνο νέγρο της χώρας" για τη CIA και το FBI.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B9%CE%BD_%CE%9B%CE%BF%CF%8D%CE%B8%CE%B5%CF%81_%CE%9A%CE%B9%CE%BD%CE%B3%CE%BA
O Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ (15 Ιανουαρίου 1929 - 4 Απριλίου 1968) ήταν Αμερικανός πολιτικός αγωνιστής, ηγέτης των Αφροαμερικανών και εφημέριος, που πάλεψε ενάντια στο φυλετικό ρατσισμό.
Ο Κινγκ γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1929, στην Ατλάντα της Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως Μάρτιν Κινγκ Τζούνιορ. Η οικογένειά του ήταν της μεσοαστικής τάξης και σχετιζόταν άμεσα με το μαύρο κλήρο των Νότιων Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς ο πατέρας και ο παππούς του ήταν Βαπτιστές ιεροκήρυκες. ΤοΛούθερ προστέθηκε στο όνομα του Κινγκ, σε ηλικία πέντε ετών, προς τιμήν του Λουθήρου. Σε μικρή ηλικία, βίωσε την πρώτη του ρατσιστική εμπειρία, καθώς στιςτραπεζαρίες των τραίνων εκείνης της εποχής, χρησιμοποιούνταν κουρτίνες, για το διαχωρισμό των μαύρων και των λευκών επιβατών.
Στα 15 του πήγε να φοιτήσει στο Κολλέγιο Μόρχαουζ της Ατλάντα, σε ειδικό πρόγραμμα για ταλαντούχους μαθητές. Ενδιαφερόταν για την ιατρική και τη νομική, όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του, λόγω των επανειλημμένων πιέσεων του πατέρα του, για να γίνει κληρικός. Επί τρία χρόνια, σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Κρόζερ, στο Τσέστερ της Πενσυλβάνια. Το 1948, σε ηλικία 19 ετών, χρίστηκε Βαπτιστής πάστορας. Αποφοίτησε, το 1961, παίρνοντας δίπλωμα θεολογίας. Τότε, άρχισαν να επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης του η φιλοσοφία της πολιτικής ανυπακοής και της μη βίας, του Μαχάτμα Γκάντι και οι απόψεις των σύγχρονων προτεσταντών θεολόγων. Ακολούθησε το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου έθεσε τις βάσεις για τις θρησκευτικές και ηθικές αρχές του, στις οποίες στηρίχθηκε η διδακτορική διατριβή του, με τίτλο: "Συγκριτική μελέτη των ιδεών περί Θεού στη σκέψη του Πάουλ Τίλιχ και του Χένρι Νέλσον Βίμαν". Εκεί, επίσης, γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Κορέττα Σκοτ, την οποία και παντρεύτηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1953. Στις 31 Οκτωβρίου του 1954, μετακινήθηκε -με μεσολάβηση του πατέρα του- στο Μοντγκόμερυ της Αλαμπάμα και έγινε εφημέριος της εκκλησίας των Βαπτιστών της Λεωφόρου Ντέξτερ.
Την 1η Δεκεμβρίου του 1955, η μοδίστρα Ρόζα Παρκς, αρνούμενη να παραχωρήσει τη θέση της σε έναν λευκό στο λεωφορείο -όπως όριζε ο νόμος- συνελήφθη. Έτσι, οι μαύροι της περιοχής δημιούργησαν την "Ένωση για την Πρόοδο" του Μοντγκόμερυ, με αρχηγό τον Κινγκ, για την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων. Στις 26 Ιανουαρίου του 1956, ο Κινγκ συνελήφθη για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας και φυλακίστηκε, λόγω της προεδρίας του, στην Ένωση. Tέσσερις ημέρες αργότερα (30 Ιανουαρίου), το σπίτι του δέχθηκε βομβιστική επίθεση. Στις 21 Φεβρουαρίου, καταδικάστηκε με άλλους 88 μαύρους, λόγω της στάσης τους απέναντι στο νόμο για τα λεωφορεία. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1956, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές τις φυλετικές διακρίσεις στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Έτσι, το κίνημα του Κινγκ πήρε την πρώτη του μεγάλη νίκη. Στις 8 Αυγούστου του 1957, ο Κινγκ ίδρυσε τη "Συνδιάσκεψη της Χριστιανικής Ηγεσίας των Πολιτειών του Νότου" ή αλλιώς "Χριστιανική Διάσκεψη του Νότου", με επικεφαλής τον ίδιο.
Οι μαύροι των Νότιων Πολιτειών τού συμπαραστάθηκαν ένθερμα και έτσι, ο Κινγκ ξεκίνησε τις ανθρωπιστικές περιοδείες του, ανά το κράτος, υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων και της μη βιας, διοργανώνοντας καθιστικές διαμαρτυρίες και ειρηνικές πορείες. Επίσης, είχε συναντήσεις με διάφορους ξένους ηγέτες. Έτσι, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1957, το Κογκρέσο αναγνώρισε πολιτικά δικαιώματα και στους μαύρους.
Στις 23 Ιουνίου του 1958, πραγματοποιήθηκε η ιστορική συνάντηση του Κινγκ με τον Πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1958, ο Κινγκ μαχαιρώθηκε στο θώρακα, στο κέντρο του Χάρλεμ, από την Αϊζόλα Κάρρυ. Από το Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1959, ταξίδεψε και έμεινε στην Ινδία, ως προσκεκλημένος του Ινδού πρωθυπουργού, Νεχρού. Στις 24 Ιανουαρίου του 1960, ο Κινγκ μετακόμισε στην Ατλάντα και ορίστηκε πάστορας, στην ίδια εκκλησία με τον πατέρα του. Στις 22 Ιουνίου του ίδιου έτους, συναντήθηκε με τον υποψήφιο Πρόεδρο, Τζων Κέννεντυ. Στις 19 Οκτωβρίου του 1960, συνελήφθη για καθιστική διαμαρτυρία στην Ατλάντα και φυλακίστηκε, αφού αρνήθηκε να πληρώσει εγγύηση. Στις 16 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, συνελήφθη, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο Ώλμπανυ, ενώ στις 27 Φεβρουαρίου του 1962, καταδικάστηκε με την κατηγορία της παράνομης διαδήλωσης. Στις 16 Οκτωβρίουτης ίδιας χρονιάς, ο Κινγκ συναντήθηκε με τον Πρόεδρο, πλέον, Τζων Κέννεντυ, ζητώντας την άμεση κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων.
Το 1963, οργάνωσε μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις, κατά των φυλετικών διακρίσεων, στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με βία, σκύλους κα ιπυροσβεστικές αντλίες από την αστυνομία. Αποτέλεσμα των συρράξεων αυτών ήταν η παγκόσμια ενασχόληση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, με το θέμα των φυλετικών διακρίσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες και η σύλληψή του, στις 16 Απριλίου. Στις 28 Αυγούστου του ίδιου έτους, εκφώνησε τον περίφημο λόγο του "Έχω ένα όνειρο", σε μια ειρηνική συγκέντρωση, στην Ουάσινγκτον, παρουσία 250,000 ανθρώπων όλων των φυλών. Το Δεκέμβριο του 1964, του απονεμήθηκε Νόμπελ Ειρήνης, ενώ ο αγώνας που έδωσε, οδήγησε στην ψήφιση του Νόμου περί Πολιτικών Δικαιωμάτων, ο οποίος εξουσιοδοτούσε την επιβολή της απάλειψης των φυλετικών διακρίσεων σε δημόσιους χώρους, από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η ανυπακοή του νόμου αυτού θα επέφερε ποινική δίωξη στους παραβάτες.
Στις 2 Ιανουαρίου του 1965, ο Κινγκ ανήγγειλε την έναρξη μιας καμπάνιας για τα διακαιώματα των μαύρων, με τίτλο: "Πρόγραμμα Αλαμπάμα". Επίσης, μέσα στο 1965, οργάνωσε διαδήλωση στη Σέλμα της Αλαμπάμα, για το δικαίωμα ψήφου στους μαύρους. Εκείνον τον καιρό, μάλιστα, υποστήριξε ότι οι νόμοι των πολιτικών δικαιωμάτων είναι άχρηστοι, αν δεν συνοδεύονται από αναγνώριση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών δικαιωμάτων. To Φεβρουάριο του 1965, ο Κινγκ φυλακίστηκε στη Σέλμα, με τον Μάλκολμ Χ να τού συμπαραστέκεται. Το Μάρτιο του ίδιου έτους, μαύροι και λευκοί διαδηλωτές του κινήματός του, συγκρούστηκαν με την έφιππη αστυνομία, του Μοντγκόμερυ. Μετά από εξέγερση μαύρων σε γκέτο του Λος Άντζελες, ο λόγος του Κινγκ έγινε πολύ πιο σκληρός, κατακρίνοντας τους δημάρχους των πόλεων των Βόρειων Πολιτειών και κατηγορώντας τους για τύφλωση και βραδύνοια. Tον Ιούλιο του 1965, ο Κινγκ ξεκίνησε περιοδείες και διαμαρτυρίες στα βόρεια της χώρας. Στις 6 Αυγούστου του 1965, υπογράφηκε από τον Λύντον Τζόνσον νέος νόμος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων. Επίσης, εκείνον τον καιρό τάχθηκε ανοιχτά κατά του πολέμου του Βιετνάμ και του καθεστώτος της Νοτίου Αφρικής, ενώ συμμάχησε με τους καταπιεζόμενους της Λατινικής Αμερικής, θέλοντας να πετύχει μια ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας.
Την άνοιξη του 1966, ο Κινγκ περιόδευσε στην Αλαμπάμα, για την ενίσχυση των μαύρων υποψηφίων. Στις 16 Μαΐου, ο Κινγκ έκανε αντιπολεμική ομιλία, στην Ουάσινγκτον. Στις 10 Ιουλίου του ίδιου έτους, εγκαινιάστηκε καμπάνια για την ελεύθερη εγκατάσταση των μαύρων, στο Σικάγο. Στις 5 Αυγούστου του 1966, σε πορεία του κινήματός του, διαμέσου των συνοικιών των λευκών του Σικάγο, ο Κινγκ χτυπήθηκε από πέτρα, με τον ίδιο να δηλώνει ότι δεν είχε συναντήσει πουθενά πιο εχθρική ατμόσφαιρα από αυτήν. Στις 4 Απριλίου του 1967, εκφώνησε το λόγο Πέρα από το Βιετνάμ, στην εκκλησία Ρίβερσαϊντ της Νέας Υόρκης, αποκάλώντας τις Η.Π.Α., "μεγαλύτερο προαγωγό βίας στον κόσμο και λέγοντας σε όσους θα τόν αποκαλούσαν προδότη, μετά από αυτήν την ομιλία ότι θα ήταν προδοσία να μη μιλήσει. Το περιοδικό Τάιμ κατέκρινε την ομιλία του, ονομάζοντάς την "δημαγωγική συκοφαντία που ηχεί σαν εκπομπή του Ράδιο Ανόι", ενώ η Washington Post έγραψε: "ο Κινγκ ξεστόμισε πικρές και βλαπτικές καταγγελίες, τις οποίες δεν μπόρεσε (και δεν θα μπορούσε) να τεκμηριώσει. Με την ομιλία προσέβαλε τους φυσικούς του συμμάχους. Πολλοί που μέχρι σήμερα τον άκουγαν με σεβασμό δεν θα του δείξουν ποτέ πια την ίδια εμπιστοσύνη. O Κινγκ ακύρωσε τη χρησιμότητά του, για τον αγώνα, τη χώρα και το λαό του.".
Στις 12 Μαρτίου του 1967, η πολιτεία της Αλαμπάμα αναγκάστηκε να μετατρέψει όλα τα δημόσια σχολεία, σε μεικτά. Στις 25 του ίδιου μήνα, ο Κινγκ σε ομιλία του στο Σικάγο καταδίκασε την αμερικανική εξωτερική πολιτική για τον Πόλεμο του Βιετνάμ, ενώ στις 4 Απριλίου, στη Νέα Υόρκη, έθιξε το ίδιο ακριβώς θέμα. Το καλοκαίρι του 1967, η εξέγερση των μαύρων εξαπλώθηκε σε 150 πόλεις. Για να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή κινητοποίηση, η κυβέρνηση του Λύντον Τζόνσον έστειλε στρατό και τανκς, στο Ντιτρόιτ, όπου συνέβαιναν οι σημαντικότερες ταραχές (23 - 30 Ιουλίου), με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 43 άνθρωποι. Την επομένη, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έστειλε τηλεγράφημα καταγγελίας στον Πρόεδρο. Στα τέλη του 1967, ο Κινγκ προσπάθησε να πάρει μαζί του ανθρώπους από όλες τις φυλές, κυρίως, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ιδρύοντας την Εκστρατεία των Φτωχών ή αλλιώς Καμπάνια του Φτωχού Λαού. Με αυτόν τον τρόπο, η μη βία, έδωσε τη θέση της στη μαζική ανυπακοή. Στις 30 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο Κινγκ φυλακίστηκε, ως υπεύθυνος των διαδηλώσεων του Μπέρμιγχαμ. Το Δεκέμβριο του 1967, ο Κινγκ δήλωσε: "Πρέπει να σας ομολογήσω σήμερα, ότι, λίγο καιρό μετά την ομιλία μου εκείνη στην Ουάσιγκτον ("Εχω ένα όνειρο"), άρχισα να βλέπω ότι το όνειρο είχε μεταβληθεί σε εφιάλτη. Ηταν όταν τέσσερα όμορφα, ανυπεράσπιστα, αθώα, μαύρα κορίτσια δολοφονήθηκαν σε μια εκκλησία του Μπέρμιγγχαμ της Αλαμπάμα.". Η προπαγάνδα εναντίον αυτού και του κινήματός του κλιμακώθηκε, όταν ο τύπος ξεκίνησε να προειδοποιεί για την "ένοπλη εξέγερση" που ετοίμαζε ο Κινγκ. Στις 28 Μαρτίου του 1968, ο Κινγκ πήγε στο Μέμφις, για να συμπαρασταθεί σε απεργούς. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης, δημιουργήθηκαν επεισόδια, κατά τα οποία ένας μαύρος έφηβος δολοφονήθηκε. Στις 3 Απριλίου του 1968 (μια ημέρα πριν από το θάνατό του) έδωσε τον τελευταίο του λόγο: Έφθασα στην Κορυφή του Όρους. Μέχρι και εκείνη την ημέρα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αποτελούσε τον "πιο επικίνδυνο νέγρο της χώρας" για τη CIA και το FBI.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B9%CE%BD_%CE%9B%CE%BF%CF%8D%CE%B8%CE%B5%CF%81_%CE%9A%CE%B9%CE%BD%CE%B3%CE%BA
Τζον Λένον
O Τζων Γουίνστον Όνο Λένον, (9 Οκτωβρίου 1940 – 8 Δεκεμβρίου 1980), 'Τζων Λένον' με συντομία, ήταν Άγγλος μουσικός και ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος των Beatles. Εκτός από την επιτυχημένη μουσική του σταδιοδρομία, διακρίθηκε επίσης ως ακτιβιστής του 20ου αιώνα, υιοθετώντας έντονη δράση σε κοινωνικά ζητήματα, ειδικότερα ως ηγετική μορφή του κινήματος ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η μουσική του επηρέασε πολλούς δημιουργούς και θεωρείται από τους πιο δημοφιλείς και πολυδιασκευασμένους τραγουδοποιούς. Ως μέλος των Beatles, τα τραγούδια του αποτέλεσαν αφορμή για τη δημιουργία μια παγκόσμιας κίνησης εκδήλωσης θαυμασμού που ονομάστηκε Beatlemania. Μετά τη διάλυση των Beatles ακολούθησε ατομική πορεία στη δισκογραφία. Ανάμεσα στις κορυφαίες δημιουργίες του ανήκει το τραγούδι Imagine καθώς και το Give Peace a chance. Δολοφονήθηκε από κάποιον που θεωρήθηκε οπαδός του στις 8 Δεκεμβρίου 1980.
Ο Λένον γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1940 στο Λίβερπουλ της Μεγάλης Βρετανίας, πιθανώς κατά τη διάρκεια μίας γερμανικής αεροπορικής επιδρομής. Η μητέρα του, Τζούλια Στάνλεϋ, ήταν κόρη αξιωματικού, ενώ ο πατέρας του, Άλφρεντ Λένον, εργαζόταν ως σερβιτόρος σε πλοία που πραγματοποιούσαν ταξίδια στον Ατλαντικό, κατά τη διάρκεια των οποίων τραγουδούσε ή συμμετείχε σε μουσικές συναυλίες. Μετά τη γέννηση του γιου του, εκείνος εγκατέλειψε την οικογένεια, ενώ η μητέρα του ανέθεσε τη φροντίδα του Τζων Λένον στην αδελφή της Μαίρη (Μίμι) και τον σύζυγό της, Τζωρτζ Σμιθ, ο οποίος διατηρούσε γαλακτοκομείο. Όταν ο Λένον ήταν δεκατριών ετών, ο Τζωρτζ Σμιθ πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία.
Φοίτησε αρχικά στο δημοτικό σχολείο του Dovedale και στη συνέχεια, μετά από επιτυχία στις εισαγωγικές του εξετάσεις, εισήχθη στο γυμνάσιο Quarry Bank Grammar School, όπου σύντομα η απόδοσή του στα μαθήματα σημείωσε αισθητή πτώση. Ως μαθητής, υπήρξε δημοφιλής για τον ατίθασο χαρακτήρα του, τον οποίο ο ίδιος περιέγραψε λέγοντας: «Ήμουν εκείνος για τον οποίο όλοι οι γονείς έλεγαν στα παιδιά τους: το νου σου, μακριά από αυτόν». Την ίδια περίοδο, οργάνωσε τη δική του skiffle ορχήστρα, με την ονομασία The Quarrymen, στην οποία αργότερα προσχώρησε και ο Πωλ Μακάρτνεϋ, που γνωρίσστηκε με τον Λένον στη διάρκεια μιας συναυλίας του συγκροτήματος, στις 6 Ιουλίου 1957. Η επίδραση του Μακάρτνεϋ υπήρξε έντονη, οδηγώντας στην υιοθέτηση μιας περισσότερο επαγγελματικής φυσιογνωμίας του συγκροτήματος, από το οποίο σύντομα απομακρύνθηκαν τα μη καταρτισμένα μέλη, ενώ προσχώρησε σε αυτό, ο φίλος του Μακάρτνεϋ, Τζωρτζ Χάρισον. Επιπλέον, το συγκρότημα εγκατέλειψε τη φολκ μουσική, στρεφόμενη προς το είδος του ροκ εν ρολ, με έντονες επιρροές από μουσικούς όπως ο Έλβις Πρίσλεϋ, ο Τσακ Μπέρι ή ο Λιτλ Ρίτσαρντ και σταδιακά μετεξελίχθηκε στο σχήμα των Beatles.
Το 1957, ο Λένον αποφοίτησε από το γυμνάσιο και χάρη στη βοήθεια του διευθυντή τού σχολείου του, έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών του Λίβερπουλ (Liverpool College of Art). Παρέμεινε για πέντε χρόνια, ασχολούμενος με εφαρμογές γραφικών τεχνών στη διαφήμιση, ωστόσο δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις σπουδές του. Στις 15 Ιουλίου του 1958, σημειώθηκε ο θάνατος της μητέρας του, η οποία παρασύρθηκε από το αυτοκίνητο ενός μεθυσμένου αστυνομικού, έξω από το σπίτι της αδελφής της, γεγονός που επηρέασε βαθειά τον Λένον. Την ίδια περίοδο, γνώρισε τον συμφοιτητή του και ταλαντούχο μαθητή της σχολής, Στιούαρτ Σάτκλιφ, ο οποίος αποτέλεσε και τον πρώτο μπασίστα του συγκροτήματος των Beatles. Με τους Beatles, ο Λένον εμφανίστηκε στο Αμβούργο το καλοκαίρι του 1960, σε μία από τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις τους. Στις 23 Αυγούστου 1962, παντρεύτηκε για πρώτη φορά, την Σύνθια Πάουελ, συμφοιτήτρια του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Λίβερπουλ και έγκυος με το γιο του, Τζούλιαν Λένον, που γεννήθηκε τον επόμενο χρόνο στις 8 Απριλίου.
Ένα μήνα μετά το γάμο του, ηχογράφησε με τους Beatles τον πρώτο τους δίσκο, Love Me Do, ο οποίος κατέκτησε την 17η θέση στη Μεγάλη Βρετανία, μία σημαντική επιτυχία για ένα άγνωστο μέχρι τότε συγκρότημα της επαρχίας. Ακολούθησε ο επόμενος δίσκος, Please Please Me, ο οποίος κατέλαβε την πρώτη θέση σηματοδοτώντας την ανοδική πορεία του συγκροτήματος. Μαζί με τον Μακάρτνεϋ, ο Λένον υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία των Beatles, που στη διάρκεια της δεκαετίας 1960-1970 κατάφεραν να αναρριχηθούν στην κορυφή της δόξας. Υπήρξε ένας από τους κύριους συνθέτες του συγκροτήματος, τραγουδιστής και κιθαρίστας, συμμετέχοντας συχνά και στο πιάνο. Οι πρώτες συνθέσεις του, διακρίνονταν για την απλοϊκή τους μορφή, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, με συχνές αναφορές σε ρομαντικές ιστορίες αγάπης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Λένον άρχισε να ωριμάζει ως συνθέτης, ενώ παράλληλα προσπάθησε αρκετές φορές να απεμπλακεί από την έντονα εμπορευματοποιημένη εικόνα του συγκροτήματος, βιώνοντας περιόδους ενθουσιασμού για συγκεκριμένες ιδέες ή ρεύματα, όπως τον διαλογισμό ή τον μαρξισμό της αριστεράς. Οι συνθέσεις του, κατά τη διετία 1966-67, έκαναν ιδιαίτερα αισθητή την επίδραση των «ψυχεδελικών» πειραματισμών του με το LSD, με χαρακτηριστική στιγμή την ηχογράφηση του δίσκου Sergeant Pepper's Lonely Heart Club Band (1967). Η προσωρινή απομάκρυνσή του από τα ναρκωτικά συνδυάστηκε με τη γνωριμία του με τον Ινδό Μαχαρίσι Μάχες Γιόγκι και τον υπερβατικό διαλογισμό. Ο Λένον παρακολούθησε μαθήματα του Μαχαρίσι στην Ουαλία, ενώ στις αρχές του 1968 τον επισκέφτηκε στην κατοικία του στην Ινδία. Αργότερα, υπήρξε περισσότερο κριτικός απέναντί του, δηλώνοντας όμως πως αποτέλεσε για τον ίδιο ένα είδος πατρικού προτύπου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Λένον συνδέθηκε με την Γιαπωνέζα καλλιτέχνιδα Γιόκο Όνο, την ίδια περίπου περίοδο που δρομολογήθηκε το διαζύγιό του με τη Σύνθια Πάουελ. Η αρχική γνωριμία τους χρονολογείται το Νοέμβριο του 1966, όταν ο Λένον επισκέφτηκε μία έκθεση τέχνης της Όνο και έκτοτε ξεκίνησε η καλλιτεχνική τους συνεργασία. Το 1968, ο Λένον εγκαινίασε μία ατομική έκθεση στη Robert Fraze Gallery του Λονδίνου, με τον γενικό τίτλο You are here (Είσαι εδώ), αφιερωμένη στη Γιόκο Όνο ως ένδειξη της αγάπης του για εκείνη. Στα τέλη του 1968, συμμετείχαν επίσης στην ταινία Rock and Roll Circus των Rolling Stones. Η σχέση τους, την οποία ο Λένον χαρακτήρισε ως «μία σχέση δασκάλου και μαθητή», με τον ίδιο στη θέση του μαθητή, πυροδότησε αρκετές αρνητικές κριτικές, εστιάζοντας κυρίως στην προσωπικότητα της Γιόκο Όνο, στην εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε μαζί της ο Λένον για ένα διάστημα, αλλά και την κυκλοφορία του δίσκου Unfinished Music No.1: Two Virgins που ηχογράφησαν μαζί. Η Γιόκο Όνο επηρέασε σημαντικά τον Λένον, με τον οποίο αποτέλεσε αχώριστο δίδυμο, τόσο σε ότι αφορά τη σχέση του με το χώρο της μοντέρνας τέχνης όσο και με κοινωνικά προβλήματα τα οποία η ίδια σχολίαζε μέσα από τα έργα της, όπως η θέση της γυναίκας, ο φυλετικός διαχωρισμός ή ο πόλεμος του Βιετνάμ.
Κατά τη τελευταία διετία της παραμονής του στους κόλπους των Beatles, ο Λένον συμμετείχε ενεργά, μαζί με την Όνο, στο κίνημα κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Στις 20 Μαρτίου του 1969, o Λένον και η Όνο παντρεύτηκαν στο Γιβραλτάρ, έχοντας προγραμματίσει να περάσουν το μήνα του μέλιτος στο κρεβάτι, διαδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο υπέρ της ειρήνης και προσκαλώντας δημοσιογράφους στο ξενοδοχείο που διέμεναν, στην πόλη του Άμστερνταμ. Η πρωτότυπη αυτή διαμαρτυρία (γνωστή και ως «Bed-In») συνεχίστηκε στο Μόντρεαλ, με το ζεύγος Λένον-Όνο να παραχωρεί πολυάριθμες συνεντεύξεις και να δέχεται εκατοντάδες επισκέπτες. Το επόμενο διάστημα, συμμετείχαν σε πολυάριθμες εκδηλώσεις, δίνοντας επίσης μία φιλανθρωπική συναυλία στα πλαίσια της εκστρατείας War Is Over της UNICEF.
Το φθινόπωρο του 1969, ο Λένον ηχογράφησε μαζί με τους Beatles τον τελευταίο δίσκο του συγκροτήματος, με τίτλο Abbey Road. Οι σχέσεις των μελών είχαν ήδη αρχίσει να διαταράσσονται κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων, και ειδικότερα η φιλία του Λένον με τον Μακάρτνεϋ κλονίστηκε. Ο ίδιος ο Λένον, αιτιολόγησε τη διάλυση του συγκροτήματος, αναφερόμενος κριτικά στον ηγετικό ρόλο που επεδίωξε να αναλάβει ο Μακάρτνεϋ μετά το θάνατο του μάνατζερ των Beatles, Μπράιαν Έπσταιν, αλλά και στην αντιπάθεια που έτρεφαν τα υπόλοιπα μέλη απέναντι στη Γιόκο Όνο.
Η προσωπική δισκογραφία του Λένον είχε ήδη ξεκινήσει πριν τη διάλυση των Beatles, με την ηχογράφηση τριών πειραματικών δίσκων σε συνεργασία με τη Γιόκο Όνο καθώς και τριών ακόμα τραγουδιών, Give Peace a Chance (με αντιπολεμικό περιεχόμενο), Cold Turkey (σχετικά με την εμπειρία του με την ηρωίνη) και Instant Karma!. Μετά τη διάλυση του συγκροτήματος, από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1970, ο Λένον και η Γιόκο Όνο υποβλήθηκαν σε μία «πρωτογενή θεραπεία», κοντά στον Άρθουρ Τζάνοβ, στο Λος Άντζελες. Μετά την επιστροφή του, ηχογράφησε τον πρώτο του προσωπικό δίσκο μετά τη διάλυση των Beatles, με τίτλο John Lennon/Plastic Ono Band, τα περισσότερα τραγούδια του οποίου, είχαν γραφτεί κατά την διάρκεια της θεραπευτικής μεθόδου του Τζάνοβ, την οποία είχε ακολουθήσει. Ενδεικτικά των αντιλήψεων που είχε διαμορφώσει πλέον ο Λένον, είναι τα τραγούδια God, όπου κατέγραψε ανθρώπους και ιδέες στις οποίες είχε πάψει να πιστεύει (μεταξύ των οποίων ο Χριστός, ο Βούδας, ο Έλβις Πρίσλεϋ, ο μυστικισμός και οι Beatles), καθώς και το εμπορικά επιτυχημένο και αμιγώς πολιτικό Power to the People (Δύναμη στο Λαό, σύνθημα που είχε μεγάλη απήχηση σε αναρχικούς της δεκαετίας του 1970).
Ακολούθησε η κυκλοφορία του περισσότερο επιτυχημένου δίσκου του, Imagine (1971), του οποίου το ομώνυμο τραγούδι εξελίχθηκε σε ένα από τα δημοφιλέστερα του Λένον. Το καλοκαίρι του 1971, ταξίδεψε με τη Γιόκο Όνο στην Αμερική, όπου επρόκειτο να ζήσουν μόνιμα τα επόμενα χρόνια. Αφορμή για το ταξίδι αυτό αποτέλεσε η δικαστική διαμάχη της Γιόκο Όνο με τον σύζυγό της Τόνυ Κοξ, σχετικά με την επιμέλεια της κόρης τους Κυόκο. Εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη και σύντομα δραστηριοποιήθηκαν πάνω σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, συμμετέχοντας ενεργά σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών διαδηλώσεων. Οι ηγέτες του αντιπολεμικού κινήματος και ισχυρές προσωπικότητες της αμερικανικής αριστεράς, Τζέρυ Ρούμπιν και Άμπυ Χόφμαν, έπεισαν τον Λένον να συνεργαστεί μαζί τους σε ένα πρόγραμμα συναυλιών διαμαρτυρίας, το οποίο όμως τελικά οδηγήθηκε σε ματαίωση. Εξαιτίας της έντονης κριτικής στάσης του Λένον απέναντι στον πόλεμο και του πολιτικού ακτιβισμού του, ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ διέταξε να ανοιχθεί ειδικός φάκελος στο FBI για εκείνον, συγκεντρώνοντας περίπου 300 σελίδες με σχετικό υλικό, κατά τη διετία 1971-72, επί προεδρίας Ρίτσαρντ Νίξον. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1972, ο γερουσιαστής του ρεπουμπλικανικού κόμματος Στρομ Θέρμοντ, συνέστησε την αφαίρεση της άδειας παραμονής του στην Αμερική, στα πλαίσια μίας έκθεσής του, σχετική με την πολιτική δράση του Λένον. Μετά από μία μακρά δικαστική διαμάχη, του παραχωρήθηκε τελικά μόνιμη άδεια παραμονής, στις 7 Οκτωβρίου του 1975. Στο μεσοδιάστημα, ο Λένον ολοκλήρωσε την ηχογράφηση τεσσάρων δίσκων, Some Time in New York City (μαζί με την Γιόκο Όνο, 1972), Mind Games (1973), Walls and Bridges (1974) και Rock 'n' Roll (1975). Παράλληλα, από τον Οκτώβριο του 1973 μέχρι τον Ιανουάριο του 1975, χώρισε προσωρινά με την Γιόκο Όνο, κατά τη διάρκεια μίας περιόδου που ο ίδιος αποκάλεσε αργότερα «χαμένο Σαββατοκύριακο».
Μετά την επανασύνδεσή του με τη Γιόκο Όνο και για τα επόμενα πέντε χρόνια, ο Λένον απείχε από τη δισκογραφία επιστρέφοντας σε μία αυστηρά ιδιωτική ζωή καθώς, σύμφωνα με την εξήγηση που έδωσε ο ίδιος, επιθυμούσε να αφοσιωθεί στην ανατροφή του γιου τους, Σων Λένον. Ένα ταξίδι του με ιστιοφόρο, στις Βερμούδες, κατά τη διάρκεια έντονης καταιγίδας, αποτέλεσε την αφορμή για την δημιουργία μίας νέας σειράς τραγουδιών που προορίζονταν για τον επόμενο δίσκο του, με τίτλο Doubble Fantasy, ο οποίος ολοκληρώθηκε τελικά σε συνεργασία με τη Γιόκο Όνο. Το Double Fantasy αποτέλεσε τον τελευταίο προσωπικό δίσκο του Λένον που κυκλοφόρησε ενόσω ήταν εν ζωή, και χαρακτηρίζεται ως ένας «ύμνος στην οικογενειακή επιτυχία». Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, ηχογράφησε επίσης ένα τμήμα του δίσκου Milk and Honey που ολοκληρώθηκε αργότερα από την Γιόκο Όνο και κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1984.
Το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου του 1980, ο Μαρκ Τσάπμαν πυροβόλησε και τραυμάτισε θανάσιμα τον Λένον, έξω από την οικία του (στο ιστορικό κτίριο Dakota της Νέας Υόρκης) και ενώ ο τελευταίος επέστρεφε μετά από την ηχογράφηση των τραγουδιών Walking on Thin Ice και It Happened, που προορίζονταν για τον επόμενο δίσκο του. Ο Τσάπμαν είχε προσεγγίσει τον Λένον νωρίτερα την ίδια ημέρα, κατά την αναχώρησή του από το σπίτι του, αποσπώντας μάλιστα ένα αυτόγραφο του. Μετά την επιστροφή του Λένον από το στούντιο ηχογράφησης, ο Τσάπμαν τον πυροβόλησε πισώπλατα, συνολικά τέσσερις φορές. Σύμφωνα με την αυτοψία, οι μισές σφαίρες διαπέρασαν το αριστερό μέρος του σώματός του στο ύψος του στήθους, ενώ οι υπόλοιπες τον τραυμάτισαν κοντά στον αριστερό ώμο. Όλες προκάλεσαν εσωτερική αιμοραγία, ενώ η θανάσιμη σφαίρα διαπέρασε την αορτή του.
Σύμφωνα με τις αναφορές των μαρτύρων και των αστυνομικών αρχών, μετά τη δολοφονία, ο Τσάπμαν παρέμεινε στον τόπο του εγκλήματος μέχρι την άφιξη της αστυνομίας. Εκτός από το όπλο του εγκλήματος, στην κατοχή του υπήρχαν ένα αντίτυπο του δίσκου Double Fantasy, στο εξώφυλλο του οποίου είχε υπογράψει νωρίτερα ο Λένον, ένα αντίτυπο του μυθιστορήματος The Catcher in the Rye του Τ. Ν. Σάλιντζερ, καθώς και κασσέτες με τραγούδια των Beatles. O Λένον οδηγήθηκε αμέσως στο νοσοκομείο Ρούζβελτ, όπου με την άφιξή του επισημοποιήθηκε ο θάνατός του από υποογκαιμικό σοκ, που προκλήθηκε λόγω της μεγάλης απώλειας αίματος. Δύο ημέρες αργότερα, η σορός του αποτεφρώθηκε στο κοιμητήριο του Φέρνκλιφ, στη Νέα Υόρκη. Ο Μαρκ Τσάπμαν καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Σε ψυχιάτρους του δικαστηρίου διηγήθηκε πως «κακά πνεύματα» τον παρότρυναν να δολοφονήσει τον Λένον ενώ το 2004 ομολόγησε επίσης πως ένας από τους λόγους που τον ώθησαν στην εγκληματική του ενέργεια ήταν η επιθυμία του να προβληθεί, αισθανόμενος πως μέχρι τότε ήταν ασήμαντος.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B6%CF%89%CE%BD_%CE%9B%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CE%BD
O Τζων Γουίνστον Όνο Λένον, (9 Οκτωβρίου 1940 – 8 Δεκεμβρίου 1980), 'Τζων Λένον' με συντομία, ήταν Άγγλος μουσικός και ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος των Beatles. Εκτός από την επιτυχημένη μουσική του σταδιοδρομία, διακρίθηκε επίσης ως ακτιβιστής του 20ου αιώνα, υιοθετώντας έντονη δράση σε κοινωνικά ζητήματα, ειδικότερα ως ηγετική μορφή του κινήματος ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η μουσική του επηρέασε πολλούς δημιουργούς και θεωρείται από τους πιο δημοφιλείς και πολυδιασκευασμένους τραγουδοποιούς. Ως μέλος των Beatles, τα τραγούδια του αποτέλεσαν αφορμή για τη δημιουργία μια παγκόσμιας κίνησης εκδήλωσης θαυμασμού που ονομάστηκε Beatlemania. Μετά τη διάλυση των Beatles ακολούθησε ατομική πορεία στη δισκογραφία. Ανάμεσα στις κορυφαίες δημιουργίες του ανήκει το τραγούδι Imagine καθώς και το Give Peace a chance. Δολοφονήθηκε από κάποιον που θεωρήθηκε οπαδός του στις 8 Δεκεμβρίου 1980.
Ο Λένον γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1940 στο Λίβερπουλ της Μεγάλης Βρετανίας, πιθανώς κατά τη διάρκεια μίας γερμανικής αεροπορικής επιδρομής. Η μητέρα του, Τζούλια Στάνλεϋ, ήταν κόρη αξιωματικού, ενώ ο πατέρας του, Άλφρεντ Λένον, εργαζόταν ως σερβιτόρος σε πλοία που πραγματοποιούσαν ταξίδια στον Ατλαντικό, κατά τη διάρκεια των οποίων τραγουδούσε ή συμμετείχε σε μουσικές συναυλίες. Μετά τη γέννηση του γιου του, εκείνος εγκατέλειψε την οικογένεια, ενώ η μητέρα του ανέθεσε τη φροντίδα του Τζων Λένον στην αδελφή της Μαίρη (Μίμι) και τον σύζυγό της, Τζωρτζ Σμιθ, ο οποίος διατηρούσε γαλακτοκομείο. Όταν ο Λένον ήταν δεκατριών ετών, ο Τζωρτζ Σμιθ πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία.
Φοίτησε αρχικά στο δημοτικό σχολείο του Dovedale και στη συνέχεια, μετά από επιτυχία στις εισαγωγικές του εξετάσεις, εισήχθη στο γυμνάσιο Quarry Bank Grammar School, όπου σύντομα η απόδοσή του στα μαθήματα σημείωσε αισθητή πτώση. Ως μαθητής, υπήρξε δημοφιλής για τον ατίθασο χαρακτήρα του, τον οποίο ο ίδιος περιέγραψε λέγοντας: «Ήμουν εκείνος για τον οποίο όλοι οι γονείς έλεγαν στα παιδιά τους: το νου σου, μακριά από αυτόν». Την ίδια περίοδο, οργάνωσε τη δική του skiffle ορχήστρα, με την ονομασία The Quarrymen, στην οποία αργότερα προσχώρησε και ο Πωλ Μακάρτνεϋ, που γνωρίσστηκε με τον Λένον στη διάρκεια μιας συναυλίας του συγκροτήματος, στις 6 Ιουλίου 1957. Η επίδραση του Μακάρτνεϋ υπήρξε έντονη, οδηγώντας στην υιοθέτηση μιας περισσότερο επαγγελματικής φυσιογνωμίας του συγκροτήματος, από το οποίο σύντομα απομακρύνθηκαν τα μη καταρτισμένα μέλη, ενώ προσχώρησε σε αυτό, ο φίλος του Μακάρτνεϋ, Τζωρτζ Χάρισον. Επιπλέον, το συγκρότημα εγκατέλειψε τη φολκ μουσική, στρεφόμενη προς το είδος του ροκ εν ρολ, με έντονες επιρροές από μουσικούς όπως ο Έλβις Πρίσλεϋ, ο Τσακ Μπέρι ή ο Λιτλ Ρίτσαρντ και σταδιακά μετεξελίχθηκε στο σχήμα των Beatles.
Το 1957, ο Λένον αποφοίτησε από το γυμνάσιο και χάρη στη βοήθεια του διευθυντή τού σχολείου του, έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών του Λίβερπουλ (Liverpool College of Art). Παρέμεινε για πέντε χρόνια, ασχολούμενος με εφαρμογές γραφικών τεχνών στη διαφήμιση, ωστόσο δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις σπουδές του. Στις 15 Ιουλίου του 1958, σημειώθηκε ο θάνατος της μητέρας του, η οποία παρασύρθηκε από το αυτοκίνητο ενός μεθυσμένου αστυνομικού, έξω από το σπίτι της αδελφής της, γεγονός που επηρέασε βαθειά τον Λένον. Την ίδια περίοδο, γνώρισε τον συμφοιτητή του και ταλαντούχο μαθητή της σχολής, Στιούαρτ Σάτκλιφ, ο οποίος αποτέλεσε και τον πρώτο μπασίστα του συγκροτήματος των Beatles. Με τους Beatles, ο Λένον εμφανίστηκε στο Αμβούργο το καλοκαίρι του 1960, σε μία από τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις τους. Στις 23 Αυγούστου 1962, παντρεύτηκε για πρώτη φορά, την Σύνθια Πάουελ, συμφοιτήτρια του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Λίβερπουλ και έγκυος με το γιο του, Τζούλιαν Λένον, που γεννήθηκε τον επόμενο χρόνο στις 8 Απριλίου.
Ένα μήνα μετά το γάμο του, ηχογράφησε με τους Beatles τον πρώτο τους δίσκο, Love Me Do, ο οποίος κατέκτησε την 17η θέση στη Μεγάλη Βρετανία, μία σημαντική επιτυχία για ένα άγνωστο μέχρι τότε συγκρότημα της επαρχίας. Ακολούθησε ο επόμενος δίσκος, Please Please Me, ο οποίος κατέλαβε την πρώτη θέση σηματοδοτώντας την ανοδική πορεία του συγκροτήματος. Μαζί με τον Μακάρτνεϋ, ο Λένον υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία των Beatles, που στη διάρκεια της δεκαετίας 1960-1970 κατάφεραν να αναρριχηθούν στην κορυφή της δόξας. Υπήρξε ένας από τους κύριους συνθέτες του συγκροτήματος, τραγουδιστής και κιθαρίστας, συμμετέχοντας συχνά και στο πιάνο. Οι πρώτες συνθέσεις του, διακρίνονταν για την απλοϊκή τους μορφή, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, με συχνές αναφορές σε ρομαντικές ιστορίες αγάπης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Λένον άρχισε να ωριμάζει ως συνθέτης, ενώ παράλληλα προσπάθησε αρκετές φορές να απεμπλακεί από την έντονα εμπορευματοποιημένη εικόνα του συγκροτήματος, βιώνοντας περιόδους ενθουσιασμού για συγκεκριμένες ιδέες ή ρεύματα, όπως τον διαλογισμό ή τον μαρξισμό της αριστεράς. Οι συνθέσεις του, κατά τη διετία 1966-67, έκαναν ιδιαίτερα αισθητή την επίδραση των «ψυχεδελικών» πειραματισμών του με το LSD, με χαρακτηριστική στιγμή την ηχογράφηση του δίσκου Sergeant Pepper's Lonely Heart Club Band (1967). Η προσωρινή απομάκρυνσή του από τα ναρκωτικά συνδυάστηκε με τη γνωριμία του με τον Ινδό Μαχαρίσι Μάχες Γιόγκι και τον υπερβατικό διαλογισμό. Ο Λένον παρακολούθησε μαθήματα του Μαχαρίσι στην Ουαλία, ενώ στις αρχές του 1968 τον επισκέφτηκε στην κατοικία του στην Ινδία. Αργότερα, υπήρξε περισσότερο κριτικός απέναντί του, δηλώνοντας όμως πως αποτέλεσε για τον ίδιο ένα είδος πατρικού προτύπου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Λένον συνδέθηκε με την Γιαπωνέζα καλλιτέχνιδα Γιόκο Όνο, την ίδια περίπου περίοδο που δρομολογήθηκε το διαζύγιό του με τη Σύνθια Πάουελ. Η αρχική γνωριμία τους χρονολογείται το Νοέμβριο του 1966, όταν ο Λένον επισκέφτηκε μία έκθεση τέχνης της Όνο και έκτοτε ξεκίνησε η καλλιτεχνική τους συνεργασία. Το 1968, ο Λένον εγκαινίασε μία ατομική έκθεση στη Robert Fraze Gallery του Λονδίνου, με τον γενικό τίτλο You are here (Είσαι εδώ), αφιερωμένη στη Γιόκο Όνο ως ένδειξη της αγάπης του για εκείνη. Στα τέλη του 1968, συμμετείχαν επίσης στην ταινία Rock and Roll Circus των Rolling Stones. Η σχέση τους, την οποία ο Λένον χαρακτήρισε ως «μία σχέση δασκάλου και μαθητή», με τον ίδιο στη θέση του μαθητή, πυροδότησε αρκετές αρνητικές κριτικές, εστιάζοντας κυρίως στην προσωπικότητα της Γιόκο Όνο, στην εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε μαζί της ο Λένον για ένα διάστημα, αλλά και την κυκλοφορία του δίσκου Unfinished Music No.1: Two Virgins που ηχογράφησαν μαζί. Η Γιόκο Όνο επηρέασε σημαντικά τον Λένον, με τον οποίο αποτέλεσε αχώριστο δίδυμο, τόσο σε ότι αφορά τη σχέση του με το χώρο της μοντέρνας τέχνης όσο και με κοινωνικά προβλήματα τα οποία η ίδια σχολίαζε μέσα από τα έργα της, όπως η θέση της γυναίκας, ο φυλετικός διαχωρισμός ή ο πόλεμος του Βιετνάμ.
Κατά τη τελευταία διετία της παραμονής του στους κόλπους των Beatles, ο Λένον συμμετείχε ενεργά, μαζί με την Όνο, στο κίνημα κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Στις 20 Μαρτίου του 1969, o Λένον και η Όνο παντρεύτηκαν στο Γιβραλτάρ, έχοντας προγραμματίσει να περάσουν το μήνα του μέλιτος στο κρεβάτι, διαδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο υπέρ της ειρήνης και προσκαλώντας δημοσιογράφους στο ξενοδοχείο που διέμεναν, στην πόλη του Άμστερνταμ. Η πρωτότυπη αυτή διαμαρτυρία (γνωστή και ως «Bed-In») συνεχίστηκε στο Μόντρεαλ, με το ζεύγος Λένον-Όνο να παραχωρεί πολυάριθμες συνεντεύξεις και να δέχεται εκατοντάδες επισκέπτες. Το επόμενο διάστημα, συμμετείχαν σε πολυάριθμες εκδηλώσεις, δίνοντας επίσης μία φιλανθρωπική συναυλία στα πλαίσια της εκστρατείας War Is Over της UNICEF.
Το φθινόπωρο του 1969, ο Λένον ηχογράφησε μαζί με τους Beatles τον τελευταίο δίσκο του συγκροτήματος, με τίτλο Abbey Road. Οι σχέσεις των μελών είχαν ήδη αρχίσει να διαταράσσονται κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων, και ειδικότερα η φιλία του Λένον με τον Μακάρτνεϋ κλονίστηκε. Ο ίδιος ο Λένον, αιτιολόγησε τη διάλυση του συγκροτήματος, αναφερόμενος κριτικά στον ηγετικό ρόλο που επεδίωξε να αναλάβει ο Μακάρτνεϋ μετά το θάνατο του μάνατζερ των Beatles, Μπράιαν Έπσταιν, αλλά και στην αντιπάθεια που έτρεφαν τα υπόλοιπα μέλη απέναντι στη Γιόκο Όνο.
Η προσωπική δισκογραφία του Λένον είχε ήδη ξεκινήσει πριν τη διάλυση των Beatles, με την ηχογράφηση τριών πειραματικών δίσκων σε συνεργασία με τη Γιόκο Όνο καθώς και τριών ακόμα τραγουδιών, Give Peace a Chance (με αντιπολεμικό περιεχόμενο), Cold Turkey (σχετικά με την εμπειρία του με την ηρωίνη) και Instant Karma!. Μετά τη διάλυση του συγκροτήματος, από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1970, ο Λένον και η Γιόκο Όνο υποβλήθηκαν σε μία «πρωτογενή θεραπεία», κοντά στον Άρθουρ Τζάνοβ, στο Λος Άντζελες. Μετά την επιστροφή του, ηχογράφησε τον πρώτο του προσωπικό δίσκο μετά τη διάλυση των Beatles, με τίτλο John Lennon/Plastic Ono Band, τα περισσότερα τραγούδια του οποίου, είχαν γραφτεί κατά την διάρκεια της θεραπευτικής μεθόδου του Τζάνοβ, την οποία είχε ακολουθήσει. Ενδεικτικά των αντιλήψεων που είχε διαμορφώσει πλέον ο Λένον, είναι τα τραγούδια God, όπου κατέγραψε ανθρώπους και ιδέες στις οποίες είχε πάψει να πιστεύει (μεταξύ των οποίων ο Χριστός, ο Βούδας, ο Έλβις Πρίσλεϋ, ο μυστικισμός και οι Beatles), καθώς και το εμπορικά επιτυχημένο και αμιγώς πολιτικό Power to the People (Δύναμη στο Λαό, σύνθημα που είχε μεγάλη απήχηση σε αναρχικούς της δεκαετίας του 1970).
Ακολούθησε η κυκλοφορία του περισσότερο επιτυχημένου δίσκου του, Imagine (1971), του οποίου το ομώνυμο τραγούδι εξελίχθηκε σε ένα από τα δημοφιλέστερα του Λένον. Το καλοκαίρι του 1971, ταξίδεψε με τη Γιόκο Όνο στην Αμερική, όπου επρόκειτο να ζήσουν μόνιμα τα επόμενα χρόνια. Αφορμή για το ταξίδι αυτό αποτέλεσε η δικαστική διαμάχη της Γιόκο Όνο με τον σύζυγό της Τόνυ Κοξ, σχετικά με την επιμέλεια της κόρης τους Κυόκο. Εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη και σύντομα δραστηριοποιήθηκαν πάνω σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, συμμετέχοντας ενεργά σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών διαδηλώσεων. Οι ηγέτες του αντιπολεμικού κινήματος και ισχυρές προσωπικότητες της αμερικανικής αριστεράς, Τζέρυ Ρούμπιν και Άμπυ Χόφμαν, έπεισαν τον Λένον να συνεργαστεί μαζί τους σε ένα πρόγραμμα συναυλιών διαμαρτυρίας, το οποίο όμως τελικά οδηγήθηκε σε ματαίωση. Εξαιτίας της έντονης κριτικής στάσης του Λένον απέναντι στον πόλεμο και του πολιτικού ακτιβισμού του, ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ διέταξε να ανοιχθεί ειδικός φάκελος στο FBI για εκείνον, συγκεντρώνοντας περίπου 300 σελίδες με σχετικό υλικό, κατά τη διετία 1971-72, επί προεδρίας Ρίτσαρντ Νίξον. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1972, ο γερουσιαστής του ρεπουμπλικανικού κόμματος Στρομ Θέρμοντ, συνέστησε την αφαίρεση της άδειας παραμονής του στην Αμερική, στα πλαίσια μίας έκθεσής του, σχετική με την πολιτική δράση του Λένον. Μετά από μία μακρά δικαστική διαμάχη, του παραχωρήθηκε τελικά μόνιμη άδεια παραμονής, στις 7 Οκτωβρίου του 1975. Στο μεσοδιάστημα, ο Λένον ολοκλήρωσε την ηχογράφηση τεσσάρων δίσκων, Some Time in New York City (μαζί με την Γιόκο Όνο, 1972), Mind Games (1973), Walls and Bridges (1974) και Rock 'n' Roll (1975). Παράλληλα, από τον Οκτώβριο του 1973 μέχρι τον Ιανουάριο του 1975, χώρισε προσωρινά με την Γιόκο Όνο, κατά τη διάρκεια μίας περιόδου που ο ίδιος αποκάλεσε αργότερα «χαμένο Σαββατοκύριακο».
Μετά την επανασύνδεσή του με τη Γιόκο Όνο και για τα επόμενα πέντε χρόνια, ο Λένον απείχε από τη δισκογραφία επιστρέφοντας σε μία αυστηρά ιδιωτική ζωή καθώς, σύμφωνα με την εξήγηση που έδωσε ο ίδιος, επιθυμούσε να αφοσιωθεί στην ανατροφή του γιου τους, Σων Λένον. Ένα ταξίδι του με ιστιοφόρο, στις Βερμούδες, κατά τη διάρκεια έντονης καταιγίδας, αποτέλεσε την αφορμή για την δημιουργία μίας νέας σειράς τραγουδιών που προορίζονταν για τον επόμενο δίσκο του, με τίτλο Doubble Fantasy, ο οποίος ολοκληρώθηκε τελικά σε συνεργασία με τη Γιόκο Όνο. Το Double Fantasy αποτέλεσε τον τελευταίο προσωπικό δίσκο του Λένον που κυκλοφόρησε ενόσω ήταν εν ζωή, και χαρακτηρίζεται ως ένας «ύμνος στην οικογενειακή επιτυχία». Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, ηχογράφησε επίσης ένα τμήμα του δίσκου Milk and Honey που ολοκληρώθηκε αργότερα από την Γιόκο Όνο και κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1984.
Το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου του 1980, ο Μαρκ Τσάπμαν πυροβόλησε και τραυμάτισε θανάσιμα τον Λένον, έξω από την οικία του (στο ιστορικό κτίριο Dakota της Νέας Υόρκης) και ενώ ο τελευταίος επέστρεφε μετά από την ηχογράφηση των τραγουδιών Walking on Thin Ice και It Happened, που προορίζονταν για τον επόμενο δίσκο του. Ο Τσάπμαν είχε προσεγγίσει τον Λένον νωρίτερα την ίδια ημέρα, κατά την αναχώρησή του από το σπίτι του, αποσπώντας μάλιστα ένα αυτόγραφο του. Μετά την επιστροφή του Λένον από το στούντιο ηχογράφησης, ο Τσάπμαν τον πυροβόλησε πισώπλατα, συνολικά τέσσερις φορές. Σύμφωνα με την αυτοψία, οι μισές σφαίρες διαπέρασαν το αριστερό μέρος του σώματός του στο ύψος του στήθους, ενώ οι υπόλοιπες τον τραυμάτισαν κοντά στον αριστερό ώμο. Όλες προκάλεσαν εσωτερική αιμοραγία, ενώ η θανάσιμη σφαίρα διαπέρασε την αορτή του.
Σύμφωνα με τις αναφορές των μαρτύρων και των αστυνομικών αρχών, μετά τη δολοφονία, ο Τσάπμαν παρέμεινε στον τόπο του εγκλήματος μέχρι την άφιξη της αστυνομίας. Εκτός από το όπλο του εγκλήματος, στην κατοχή του υπήρχαν ένα αντίτυπο του δίσκου Double Fantasy, στο εξώφυλλο του οποίου είχε υπογράψει νωρίτερα ο Λένον, ένα αντίτυπο του μυθιστορήματος The Catcher in the Rye του Τ. Ν. Σάλιντζερ, καθώς και κασσέτες με τραγούδια των Beatles. O Λένον οδηγήθηκε αμέσως στο νοσοκομείο Ρούζβελτ, όπου με την άφιξή του επισημοποιήθηκε ο θάνατός του από υποογκαιμικό σοκ, που προκλήθηκε λόγω της μεγάλης απώλειας αίματος. Δύο ημέρες αργότερα, η σορός του αποτεφρώθηκε στο κοιμητήριο του Φέρνκλιφ, στη Νέα Υόρκη. Ο Μαρκ Τσάπμαν καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Σε ψυχιάτρους του δικαστηρίου διηγήθηκε πως «κακά πνεύματα» τον παρότρυναν να δολοφονήσει τον Λένον ενώ το 2004 ομολόγησε επίσης πως ένας από τους λόγους που τον ώθησαν στην εγκληματική του ενέργεια ήταν η επιθυμία του να προβληθεί, αισθανόμενος πως μέχρι τότε ήταν ασήμαντος.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B6%CF%89%CE%BD_%CE%9B%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CE%BD
Γκούσταβ Στρέζεμαν
Ο Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann, 10 Μαΐου 1878 - 3 Οκτωβρίου 1929) ήταν φιλελεύθερος Γερμανός πολιτικός, ο οποίος διατέλεσε Υπουργός Εξωτερικών και Καγκελάριος κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς ηγέτες και ένθερμος υποστηρικτής της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του εύθραυστου αυτού καθεστώτος. Θεωρείται, επίσης, ένας από τους πρώτους οραματιστές της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης. Το μεγαλύτερο επίτευγμα κατά τη διάρκεια της θητείας του στα δημόσια πράγματα ήταν η συμφιλίωση της Γερμανίας με τη Γαλλία. Γι' αυτό του το επίτευγμα τιμήθηκε, μαζί με τον Γάλλο ομόλογό του Αριστίντ Μπριάν με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1926.Ο Στρέζεμαν γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1878 στο Βερολίνο, γιος ενός ευκατάστατου ιδιοκτήτη εστιατορίου. Στην παιδική του ηλικία υπήρξε επιμελής μαθητής, ενώ παράλληλα βοηθούσε στην οικογενειακή επιχείρηση. Ολοκληρώνοντας την εγκύκλια εκπαίδευσή του στο "Andreas Real Gymnasium" σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και πολιτική οικονομία στο Βερολίνο και στη Λειψία. Το θέμα της διδακτορικής του διατριβής, σχετικά με το εμπόριο της εμφιαλωμένης μπύρας στο Βερολίνο ήταν τόσο θεωρητικό όσο και πρακτικό, αποτιμώντας τις πιέσεις του καπιταλισμού των μεγάλων επιχειρήσεων στην ανεξάρτητη μεσαία τάξη του Βερολίνου. Παράλληλα συνέγραψε κριτικά δοκίμια σχετικά με την "Ουτοπία" του Τόμας Μορ, τους στίχους του Ντ. Φ. Στράους και ιστορικά δοκίμια σχετικά με τον Ναπολέοντα και τον Βίσμαρκ.
Σε ηλικία 22 ετών ο Στρέζεμαν μπήκε στον κόσμο του εμπορίου: Το 1901 προσλήφθηκε ως υπάλληλος της Ένωσης των Γερμανών παραγωγών σοκολάτας στη Δρέσδη και το επόμενο έτος (1902) ανέλαβε ως μάνατζερ του τοπικού υποκαταστήματος του Συνασπισμού Κατασκευαστών. Οι οργανωτικές του ικανότητες και η πειθώ του ανέβασαν τον αριθμό των μελών στο συνασπισμό από 180 το 1902 σε 1.000 το 1904 και σε 5.000 το 1912. Αν και εκπροσωπούσε ασφαλώς το Κεφάλαιο, ο Στρέζεμαν υποστήριζε ότι οι διοικήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων έπρεπε να αποδεχτούν το δικαίωμα οργάνωσης των εργατών σε συνδικάτα και ότι οι εκπρόσωποί τους θα έπρεπε να γίνονται δεκτοί ως επίσημοι διαπραγματευτές.
Ενώ βρισκόταν στη Δρέσδη, γνώρισε και νυμφεύτηκε την Κέτε Κλέεφελντ (Käthe Kleefeld), με την οποία απέκτησαν δύο γιους. Ο Στρέζεμαν, έχοντας πειστεί πως η οικονομία και η πολιτική βρίσκονται σε στενή σχέση, αποφάσισε να διεκδικήσει δημόσια αξιώματα. Το 1906 εκλέγεται μέλος του δημοτικού συμβουλίου της Δρέσδης, διατηρούμενος εκεί μέχρι το 1912. Το 1907 εκλέγεται, επίσης, μέλος του Ράιχσταγκ, ενώ το 1917 εκλέγεται στη θέση του επικεφαλής του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος (Nationalliberale Partei). Από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής ο Στρέζεμαν θα μπορούσε να θεωρηθεί εθνικιστής πολιτικός, καθώς υποστήριζε με πάθος τις γερμανικές θέσεις στην εξωτερική πολιτική τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πίστευε τόσο στη στρατιωτική ισχύ όσο και στην πειθαρχία στην εξουσία. Υποστήριζε ήδη από το 1907 τη δημιουργία ενός ισχυρού Ναυτικού, το οποίο διέβλεπε ως μέσο επέκτασης και προστασίας του γερμανικού εξωτερικού εμπορίου. Το 1916 υποστήριξε τον καθολικό υποβρύχιο πόλεμο και ήταν αντιτιθέμενος στη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ήταν, συνεπώς, θαυμαστής της πολιτικής της "Τρίτης Ανώτατης Διοίκησης", της στρατιωτικής δικτατορίας που είχαν επιβάλει οι Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και ο Έριχ Λούντεντορφ. Υποστήριξε και τους δύο στις μηχανορραφίες για την απομάκρυνση του τότε Καγκελάριου Τέομπαλντ φον Μπέρτμαν-Χόλβεγκ (Theobald von Bethmann-Hollweg) και την επακόλουθη εγκατάσταση Καγκελαρίων - ανδρεικέλων, τους οποίους κατεύθυνε η στρατιωτική ανώτατη διοίκηση.
Τον Ιανουάριο του 1918 το Κόμμα του Στρέζεμαν διαφώνησε με το σοσιαλιστικό λόγω της υποστήριξης του τελευταίου στις διαδηλώσεις στο Βερολίνο. Στο τέλος του ίδιου έτους το Κόμμα αποσυντέθηκε κι έτσι ο Στρέζεμαν επέστρεψε στο Ράιχσταγκ το 1919 επικεφαλής του Κόμματος του Γερμανικού Λαού, που είχε δημιουργήσει ο ίδιος. Αντίθετος με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών πίστευε ότι οι πολεμικές αποζημιώσεις που είχαν επιβληθεί στη χώρα του ήταν αναίτιες. Ασχολήθηκε, επίσης, με την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από το γερμανικό έδαφος και συνηγορούσε υπέρ της πολιτικής ένωσης με τηνΑυστρία και την αποκατάσταση των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας.
Το 1923 ανέλαβε Καγκελάριος σε κυβέρνηση συνασπισμού - για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (13 Αυγούστου - 23 Νοεμβρίου), καταφέρνοντας να αποκαταστήσει την τάξη στη Βαυαρία ύστερα από το αποτυχημένο Πραξικόπημα της μπιραρίας του Χίτλερ. Ο διάδοχός του τού ανέθεσε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, στην οποία παρέμεινε μέχρι το θάνατό του το 1929.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Υπουργού υπεγράφησαν οι Συνθήκες του Λοκάρνο (Οκτώβριος 1925), στις οποίες υπέγραψε ως εκπρόσωπος της Γερμανίας, μαζί με τους Αριστίντ Μπριάν (Aristide Briand) (Γαλλία) και Όστεν Τσάμπερλεν (Austen Chamberlain) (Ην. Βασίλειο). Κύριο μέλημά του, μετά την υπογραφή των συνθηκών, ήταν η υποστήριξή τους από το Γερμανικό λαό, στον οποίο απευθύνθηκε με ραδιοφωνικό διάγγελμα για υποστήριξη, δηλώνοντας: "Το Λοκάρνο μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη ότι τα Ευρωπαϊκά κράτη επιτέλους αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να πολεμούν το ένα το άλλο πριν απολήξουν όλα σε ερείπια".
Σε μια ακόμη ειρηνευτική του προσπάθεια, ο Στρέζεμαν υπέγραψε την αποκαλούμενη "Συνθήκη του Βερολίνου" με τη Σοβιετική Ένωση τον Απρίλιο του 1926. Ζήτησε την ένταξη της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών και, ύστερα από άρνηση και αποτυχημένη μετάβασή του στη Γενεύη για το σκοπό αυτό, τελικά το πέτυχε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1926.
Η υγεία του Στρέζεμαν άρχισε να κλονίζεται προς το τέλος του 1927. Η συμβουλή των γιατρών του ήταν να σταματήσει τις δραστηριότητές του, οι οποίες τον καταπονούσαν σημαντικά. Ο Στρέζεμαν την αγνόησε και διατήρησε τη θέση του υπουργού εξωτερικών και στη διάσκεψη της Χάγης το 1929 αποδέχτηκε το Σχέδιο Γιανγκ (Young Plan) που καθόριζε την 30ή Ιουνίου 1930 ως τελική ημερομηνία της εκκένωσης του Ρουρ. Ο ίδιος, όμως, δεν επέζησε για να δει την πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού. Απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1929 ύστερα από έμφραγμα του μυοκαρδίου στο Βερολίνο.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B2_%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%B6%CE%B5%CE%BC%CE%B1%CE%BD
Ο Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann, 10 Μαΐου 1878 - 3 Οκτωβρίου 1929) ήταν φιλελεύθερος Γερμανός πολιτικός, ο οποίος διατέλεσε Υπουργός Εξωτερικών και Καγκελάριος κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς ηγέτες και ένθερμος υποστηρικτής της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του εύθραυστου αυτού καθεστώτος. Θεωρείται, επίσης, ένας από τους πρώτους οραματιστές της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης. Το μεγαλύτερο επίτευγμα κατά τη διάρκεια της θητείας του στα δημόσια πράγματα ήταν η συμφιλίωση της Γερμανίας με τη Γαλλία. Γι' αυτό του το επίτευγμα τιμήθηκε, μαζί με τον Γάλλο ομόλογό του Αριστίντ Μπριάν με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1926.Ο Στρέζεμαν γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1878 στο Βερολίνο, γιος ενός ευκατάστατου ιδιοκτήτη εστιατορίου. Στην παιδική του ηλικία υπήρξε επιμελής μαθητής, ενώ παράλληλα βοηθούσε στην οικογενειακή επιχείρηση. Ολοκληρώνοντας την εγκύκλια εκπαίδευσή του στο "Andreas Real Gymnasium" σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και πολιτική οικονομία στο Βερολίνο και στη Λειψία. Το θέμα της διδακτορικής του διατριβής, σχετικά με το εμπόριο της εμφιαλωμένης μπύρας στο Βερολίνο ήταν τόσο θεωρητικό όσο και πρακτικό, αποτιμώντας τις πιέσεις του καπιταλισμού των μεγάλων επιχειρήσεων στην ανεξάρτητη μεσαία τάξη του Βερολίνου. Παράλληλα συνέγραψε κριτικά δοκίμια σχετικά με την "Ουτοπία" του Τόμας Μορ, τους στίχους του Ντ. Φ. Στράους και ιστορικά δοκίμια σχετικά με τον Ναπολέοντα και τον Βίσμαρκ.
Σε ηλικία 22 ετών ο Στρέζεμαν μπήκε στον κόσμο του εμπορίου: Το 1901 προσλήφθηκε ως υπάλληλος της Ένωσης των Γερμανών παραγωγών σοκολάτας στη Δρέσδη και το επόμενο έτος (1902) ανέλαβε ως μάνατζερ του τοπικού υποκαταστήματος του Συνασπισμού Κατασκευαστών. Οι οργανωτικές του ικανότητες και η πειθώ του ανέβασαν τον αριθμό των μελών στο συνασπισμό από 180 το 1902 σε 1.000 το 1904 και σε 5.000 το 1912. Αν και εκπροσωπούσε ασφαλώς το Κεφάλαιο, ο Στρέζεμαν υποστήριζε ότι οι διοικήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων έπρεπε να αποδεχτούν το δικαίωμα οργάνωσης των εργατών σε συνδικάτα και ότι οι εκπρόσωποί τους θα έπρεπε να γίνονται δεκτοί ως επίσημοι διαπραγματευτές.
Ενώ βρισκόταν στη Δρέσδη, γνώρισε και νυμφεύτηκε την Κέτε Κλέεφελντ (Käthe Kleefeld), με την οποία απέκτησαν δύο γιους. Ο Στρέζεμαν, έχοντας πειστεί πως η οικονομία και η πολιτική βρίσκονται σε στενή σχέση, αποφάσισε να διεκδικήσει δημόσια αξιώματα. Το 1906 εκλέγεται μέλος του δημοτικού συμβουλίου της Δρέσδης, διατηρούμενος εκεί μέχρι το 1912. Το 1907 εκλέγεται, επίσης, μέλος του Ράιχσταγκ, ενώ το 1917 εκλέγεται στη θέση του επικεφαλής του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος (Nationalliberale Partei). Από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής ο Στρέζεμαν θα μπορούσε να θεωρηθεί εθνικιστής πολιτικός, καθώς υποστήριζε με πάθος τις γερμανικές θέσεις στην εξωτερική πολιτική τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πίστευε τόσο στη στρατιωτική ισχύ όσο και στην πειθαρχία στην εξουσία. Υποστήριζε ήδη από το 1907 τη δημιουργία ενός ισχυρού Ναυτικού, το οποίο διέβλεπε ως μέσο επέκτασης και προστασίας του γερμανικού εξωτερικού εμπορίου. Το 1916 υποστήριξε τον καθολικό υποβρύχιο πόλεμο και ήταν αντιτιθέμενος στη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ήταν, συνεπώς, θαυμαστής της πολιτικής της "Τρίτης Ανώτατης Διοίκησης", της στρατιωτικής δικτατορίας που είχαν επιβάλει οι Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και ο Έριχ Λούντεντορφ. Υποστήριξε και τους δύο στις μηχανορραφίες για την απομάκρυνση του τότε Καγκελάριου Τέομπαλντ φον Μπέρτμαν-Χόλβεγκ (Theobald von Bethmann-Hollweg) και την επακόλουθη εγκατάσταση Καγκελαρίων - ανδρεικέλων, τους οποίους κατεύθυνε η στρατιωτική ανώτατη διοίκηση.
Τον Ιανουάριο του 1918 το Κόμμα του Στρέζεμαν διαφώνησε με το σοσιαλιστικό λόγω της υποστήριξης του τελευταίου στις διαδηλώσεις στο Βερολίνο. Στο τέλος του ίδιου έτους το Κόμμα αποσυντέθηκε κι έτσι ο Στρέζεμαν επέστρεψε στο Ράιχσταγκ το 1919 επικεφαλής του Κόμματος του Γερμανικού Λαού, που είχε δημιουργήσει ο ίδιος. Αντίθετος με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών πίστευε ότι οι πολεμικές αποζημιώσεις που είχαν επιβληθεί στη χώρα του ήταν αναίτιες. Ασχολήθηκε, επίσης, με την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από το γερμανικό έδαφος και συνηγορούσε υπέρ της πολιτικής ένωσης με τηνΑυστρία και την αποκατάσταση των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας.
Το 1923 ανέλαβε Καγκελάριος σε κυβέρνηση συνασπισμού - για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (13 Αυγούστου - 23 Νοεμβρίου), καταφέρνοντας να αποκαταστήσει την τάξη στη Βαυαρία ύστερα από το αποτυχημένο Πραξικόπημα της μπιραρίας του Χίτλερ. Ο διάδοχός του τού ανέθεσε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, στην οποία παρέμεινε μέχρι το θάνατό του το 1929.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Υπουργού υπεγράφησαν οι Συνθήκες του Λοκάρνο (Οκτώβριος 1925), στις οποίες υπέγραψε ως εκπρόσωπος της Γερμανίας, μαζί με τους Αριστίντ Μπριάν (Aristide Briand) (Γαλλία) και Όστεν Τσάμπερλεν (Austen Chamberlain) (Ην. Βασίλειο). Κύριο μέλημά του, μετά την υπογραφή των συνθηκών, ήταν η υποστήριξή τους από το Γερμανικό λαό, στον οποίο απευθύνθηκε με ραδιοφωνικό διάγγελμα για υποστήριξη, δηλώνοντας: "Το Λοκάρνο μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη ότι τα Ευρωπαϊκά κράτη επιτέλους αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να πολεμούν το ένα το άλλο πριν απολήξουν όλα σε ερείπια".
Σε μια ακόμη ειρηνευτική του προσπάθεια, ο Στρέζεμαν υπέγραψε την αποκαλούμενη "Συνθήκη του Βερολίνου" με τη Σοβιετική Ένωση τον Απρίλιο του 1926. Ζήτησε την ένταξη της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών και, ύστερα από άρνηση και αποτυχημένη μετάβασή του στη Γενεύη για το σκοπό αυτό, τελικά το πέτυχε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1926.
Η υγεία του Στρέζεμαν άρχισε να κλονίζεται προς το τέλος του 1927. Η συμβουλή των γιατρών του ήταν να σταματήσει τις δραστηριότητές του, οι οποίες τον καταπονούσαν σημαντικά. Ο Στρέζεμαν την αγνόησε και διατήρησε τη θέση του υπουργού εξωτερικών και στη διάσκεψη της Χάγης το 1929 αποδέχτηκε το Σχέδιο Γιανγκ (Young Plan) που καθόριζε την 30ή Ιουνίου 1930 ως τελική ημερομηνία της εκκένωσης του Ρουρ. Ο ίδιος, όμως, δεν επέζησε για να δει την πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού. Απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1929 ύστερα από έμφραγμα του μυοκαρδίου στο Βερολίνο.
ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B2_%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%B6%CE%B5%CE%BC%CE%B1%CE%BD
αποφθεγματα
- «Αν ο καθένας διεκδικεί την ειρήνη αντί για άλλη μία συσκευή τηλεόρασης, τότε θα υπάρξει ειρήνη. » -Τζον Λένον
- «Ας εργαζόμαστε χωρίς διαμάχες. Είναι ο μόνος τρόπος να κάνουμε τη ζωή ανεκτή.» -Βολτέρος
- «Δεν υπήρξε ποτέ καλός πόλεμος ή κακή ειρήνη.» - Βενιαμίν Φραγκλίνος
- «Εάν επιθυμείς την ειρήνη, μη χτυπάς το τύμπανο ούτε για γιορτή.» - Πολύβιος Δημητρακόπουλος
- «Εάν κάποιος πιστεύει ότι η αγάπη και η ειρήνη είναι κλισέ, που τα αφήσαμε πίσω στη δεκαετία του '60, αυτό είναι πρόβλημά του. Αγάπη και Ειρήνη είναι αιώνιες αξίες. » - Τζον Λένον
- «Εκείνοι που επικαλούνται την ειρήνη για να κάνουν πόλεμο, αναμφίβολα δεν σκέφτονται παρά την ειρήνη των νεκροταφείων.»- Γκόντφριντ Λάιμπνιτς
- «Η ειρήνη δίνει ψωμί στον γεωργό, ακόμα κι αν βρίσκεται ανάμεσα στα βράχια, αντίθετα ο πόλεμος του φέρνει δυστυχία κι αν ακόμα βρίσκεται στον πιο πλούσιο κάμπο.» - Μένανδρος
- «Η ειρήνη έχει τις δικές της νίκες, όχι λιγότερο δοξασμένες απ' αυτές του πολέμου.» - Τζον Μίλτον
- «Η ειρήνη θα έρθει μόνο τότε, όταν οι αιτίες που προκαλούν τον πόλεμο κατανικηθούν. Όσο θα διαρκεί η κυριαρχία μιας χώρας πάνω στην άλλη ή η εκμετάλλευση μιας τάξης από μια άλλη, αδιάκοπα θα γίνονται προσπάθειες για την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Ποτέ η ειρήνη δεν μπορεί να 'ρθει απ' τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό.» - Παντίτ Τζαβαρχαλάλ Νεχρού
- «Ή θα παλέψεις για την ειρήνη ή θα πεθάνεις. » - Τζον Λένον
- «Η κατάργηση του πολέμου και η παγίωση της ειρήνης στον κόσμο αποτελεί ένα από τα πιο ψηλά ιδανικά, προς το οποίο πρέπει να τείνει η ανθρωπότητα.» - Γκόντφριντ Λάιμπνιτς
- «Θέλουμε την ειρήνη, τη δίκαιη όμως ειρήνη. Επιζητούμε την ειρήνη, γιατί νομίζουμε πως μόνο αυτή φέρνει χαρά στους ανθρώπους, και όχι γιατί φοβόμαστε.» - Θίοντορ Ρούσβελτ
- «Κανένας δεν είναι τόσο ανόητος που να προτιμάει τον πόλεμο απ' την ειρήνη. Γιατί στον καιρό της ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ αντίθετα στον καιρό του πολέμου οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους.» - Ηρόδοτος
- «Με την εδραίωση της ειρήνης του κόσμου συμπίπτει η ευτυχία της ανθρωπότητας.» - Ούγκο Γκρότιους
- «Ο παιδαγωγός πρέπει να μαθαίνει στο παιδί ν' αγαπάει δύο πράγματα: την ειρήνη και τη δουλειά, και να μισεί ένα πράγμα: τον πόλεμο.»- Ανατόλ Φρανς
- «Ο πόλεμος βρίσκεται έξω από τη δικαιοσύνη και το δίκαιο.» - Κάρλο Σαλβιόλι
- «Ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο από έργο βάρβαρων ανθρώπων που μ' αυτόν επιδιώκουν να υποδουλώσουν άλλους ανθρώπους.»- Ναπολέων Βοναπάρτης
- «Ο πόλεμος είναι πράγμα πολύ τρομερό. Αν είχατε δει μια μονάχα μέρα του πολέμου, θα παρακαλούσατε το Θεό να μην ξαναδείτε ποτέ τη φρίκη του.» - Άρθουρ Ουέλινγκτον
- «Οι αμυντικοί πόλεμοι είναι οι μόνοι δίκαιοι και νόμιμοι, και μόνο σ' αυτούς μπορεί να επιτραπεί στον στρατιώτη να σκοτώσει, όταν δεν μπορεί διαφορετικά να προστατέψει την πατρίδα του και τ' αδέρφια του.» - Αυγουστίνος
- «Όλες οι συνθήκες είναι μάλλον πρόσκαιρες ανακωχές παρά πραγματική ειρήνη.» - Ζαν Ζακ Ρουσό
- «Ολόκληρη η οικογένεια των Εθνών θα πρέπει να εγγυηθεί στο κάθε Έθνος ξεχωριστά πως κανένα Έθνος δεν θα του απειλήσει τις πολιτικές του ελευθερίες, ούτε την εδαφική του ακεραιότητα. Αυτή πρέπει να είναι η μοναδική βάση για τη μελλοντική ειρήνη του κόσμου.»- Τόμας Γούντροου Γουίλσον
- «Όπου βλέπεις πολέμους μην έχεις καμιά αμφιβολία πως εκεί η πολιτική έχει χωριστεί απ' την ηθική. Οι συχνοί πόλεμοι είναι σημάδι αδιάψευστο της πλεονεξίας και της βαρβαρότητας των Εθνών.» - Αδαμάντιος Κοραής
- «Όταν εκλείψουν οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις τάξεις κάθε έθνους, τότε η εχθρότητα μεταξύ των εθνών θα πάρει τέλος.» - Καρλ Μαρξ
- «Τι άλλον μπορούν οι πόλεμοι, παρά αδιάκοπους πολέμους να γεννήσουν;» - Τζον Μίλτον
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/quotes/categories/46#ixzz30BbpJaM5