λογοτεχνια
Η μυστική παπαρούνα (απόσπασμα από "Η ζωή εν τάφω" του Στρατή Μυριβήλη)
Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α' παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής.
Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.
Μου 'ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.
Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ' αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.
Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.
Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.
Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.
Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.
Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.
Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:
— Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.
Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό...
Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α' παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής.
Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.
Μου 'ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.
Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ' αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.
Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.
Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.
Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.
Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.
Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.
Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:
— Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.
Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό...
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο (απόσπασμα)
Γίναμε μανιασμένα θηρία. Δεν πολεμάμε, διαφεντεύουμε τον εαυτό μας από την εκμηδένιση. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας σε ανθρώπους, τι μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, που ο θάνατος με χέρια και κράνη μάς κυνηγάει και μας ξαπλώνει στη γη; Τώρα για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες μπορούμε ν' αντικρύζουμε τα πρόσωπά τους, τώρα, που για πρώτη φορά, ύστερα από τρεις μέρες, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, να τους αντισταθούμε, νιώθουμε μια αλόγιστη μανία. Δεν τους προσμένουμε πια απελπισμένοι, μπορούμε να αφανίζουμε, να σκοτώνουμε, ν' αμυνθούμε, να σωθούμε και να πάρουμε εκδίκηση.
[...]
Χάσαμε πια κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Μόλις μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοκυριαρχία μας, όταν η ματιά μας — ματιά κυνηγημένου ζώου — φωτίζει τη μορφή κάποιου συνανθρώπου μας. Είμαστε αναίσθητοι, νεκροί, που κάποια τρομερή μαγεία δίνει τη δύναμη να τρέχουμε και να σκοτώνουμε.
[…]
Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους. Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα και λόγια για να γίνονται όλ' αυτά μ' έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Και όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ' ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τι θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούμε μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τι θα συμβεί άραγε ύστερα; Και τι θ' απογίνουμε εμείς;
[...]
[πηγή: Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, μτφ. Στέλλα Βουρδουμπά, Δωρικός, Αθήνα 1983, σ. 88, 90, 195]
Γίναμε μανιασμένα θηρία. Δεν πολεμάμε, διαφεντεύουμε τον εαυτό μας από την εκμηδένιση. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας σε ανθρώπους, τι μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, που ο θάνατος με χέρια και κράνη μάς κυνηγάει και μας ξαπλώνει στη γη; Τώρα για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες μπορούμε ν' αντικρύζουμε τα πρόσωπά τους, τώρα, που για πρώτη φορά, ύστερα από τρεις μέρες, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, να τους αντισταθούμε, νιώθουμε μια αλόγιστη μανία. Δεν τους προσμένουμε πια απελπισμένοι, μπορούμε να αφανίζουμε, να σκοτώνουμε, ν' αμυνθούμε, να σωθούμε και να πάρουμε εκδίκηση.
[...]
Χάσαμε πια κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Μόλις μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοκυριαρχία μας, όταν η ματιά μας — ματιά κυνηγημένου ζώου — φωτίζει τη μορφή κάποιου συνανθρώπου μας. Είμαστε αναίσθητοι, νεκροί, που κάποια τρομερή μαγεία δίνει τη δύναμη να τρέχουμε και να σκοτώνουμε.
[…]
Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους. Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα και λόγια για να γίνονται όλ' αυτά μ' έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Και όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ' ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τι θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούμε μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τι θα συμβεί άραγε ύστερα; Και τι θ' απογίνουμε εμείς;
[...]
[πηγή: Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, μτφ. Στέλλα Βουρδουμπά, Δωρικός, Αθήνα 1983, σ. 88, 90, 195]
Κερτ Βόνεγκατ, Σφαγείο νούμερο πέντε (μυθιστόρημα), μτφ. Φίλιππος Χρυσόπουλος
«Όταν μας βομβάρδιζαν στη Δρέσδη», γράφει στο τελευταίο βιβλίο του, Ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα, «και ήμασταν σ’ ένα υπόγειο με τα χέρια πάνω από τα κεφάλια μας για την περίπτωση που θα έπεφτε η οροφή, ένας στρατιώτης, λες και ήταν δούκισσα που καθόταν στην έπαυλή της μια κρύα, βροχερή νύχτα, είπε: “Αναρωτιέμαι, μια νύχτα σαν την αποψινή, πώς να τα φέρνουν βόλτα οι φτωχοί;”. Κανένας δε γέλασε, κι όμως ήμασταν χαρούμενοι που το είπε. Τουλάχιστον ήμασταν ακόμα ζωντανοί! Εκείνος το απέδειξε.»
«Είδα την καταστροφή της Δρέσδης. Είδα την πόλη πριν από την επίθεση κι έπειτα, βγαίνοντας από το αντιαεροπορικό καταφύγιο, την ξαναείδα και σίγουρα μία από τις αντιδράσεις μου ήταν το γέλιο. Μόνο ο Θεός ξέρει ότι μ’ αυτό τον τρόπο η ψυχή ανακουφίζεται». Το γέλιο, ωστόσο, δεν είναι πάντα εύκολο και δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από είκοσι χρόνια για να κατορθώσει ο Βόνεγκατ να συνθέσει και να ολοκληρώσει το Σφαγείο νούμερο πέντε, το πιο γνωστό του μυθιστόρημα, στο οποίο, ως αυτόπτης μάρτυρας, δίνει τη δική του εκδοχή για μια από τις μεγαλύτερες σφαγές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία διαπράχθηκε μάλιστα από την πλευρά των Συμμάχων: 135.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην επιδρομή που πραγματοποίησαν οι Άγγλοι κατά της Δρέσδης στις 13 Φεβρουαρίου του 1945.»
«Σφαγείο νούμερο πέντε», Κερτ Βόνεγκατ, εκδ. Κέδρος, (Απόσπασμα):
«Ο Μπίλι...ξεκόλλησε ελαφρά από το χρόνο, είδε τη νυχτερινή ταινία στην τηλεόραση ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή, ύστερα πάλι από την αρχή προς το τέλος. Ήταν μια ταινία με θέμα τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά και τους γενναίους πιλότους τους. Βλέποντας την ταινία από το τέλος προς την αρχή ο Μπίλι είδε το εξής:
Διάτρητα αμερικάνικα αεροπλάνα, τραυματίες και πτώματα πετούσαν ανάποδα από ένα αεροδρόμιο στην Αγγλία. Πάνω από τη Γαλλία μερικά γερμανικά καταδιωκτικά τους επιτέθηκαν ανάποδα, ρουφώντας σφαίρες και θραύσματα οβίδων από μερικά από τα αεροπλάνα και τα πληρώματά τους. Έκαναν το ίδιο και σε μερικά αμερικάνικα αεροσκάφη που είχαν συντριβεί στο έδαφος, τα οποία πέταξαν ανάποδα και ενώθηκαν με το σχηματισμό.
Ο σχηματισμός πέταξε ανάποδα πάνω από μια φλεγόμενη γερμανική πόλη. Τα βομβαρδιστικά άνοιξαν τις καταπακτές ρίψης δημιουργώντας ένα θαυμαστό μαγνητισμό, που έκανε τις φωτιές να συστέλλονται, να συγκεντρώνονται μέσα σε ατσάλινους κυλίνδρους, σήκωνε τους κυλίνδρους και τους έβαζε μέσα στις καταπακτές των αεροπλάνων. Οι κύλινδροι στοιβάζονταν τακτικά σε ράφια. Οι Γερμανοί είχαν τα δικά τους θαυμαστά μηχανήματα, τα οποία ήταν επιμήκεις ατσάλινοι σωλήνες. Τα χρησιμοποιούσαν για να ρουφούν περισσότερα θραύσματα από τα πληρώματα και τα αεροσκάφη. Όμως υπήρχαν ακόμη μερικοί Αμερικανοί τραυματίες και κάποια από τα βομβαρδιστικά είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές. Πάνω από τη Γαλλία όμως τα γερμανικά καταδιωκτικά εμφανίστηκαν πάλι κάνοντας τους πάντες και τα πάντα να φαίνονται ολοκαίνουργια.
Όταν τα βομβαρδιστικά επέστρεψαν στη βάση τους, οι ατσάλινοι κύλινδροι βγήκαν από τα ράφια και στάλθηκαν πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου σε εργοστάσια που λειτουργούσαν μέρα νύχτα, οι κύλινδροι αποσυναρμολογούνταν και τα επικίνδυνα περιεχόμενά τους ξεχωρίζονταν σε μέταλλα. Το συγκινητικό ήταν ότι τη δουλειά την έκαναν κυρίως γυναίκες. Ύστερα τα μέταλλα στέλνονταν σε ειδικούς σε απομακρυσμένες περιοχές. Η δουλειά των ειδικών ήταν να τα θάβουν στο έδαφος, να τα κρύβουν έξυπνα, έτσι ώστε να μην ξαναβλάψουν ποτέ κανέναν.
Οι Αμερικανοί πιλότοι επέστρεψαν τις στολές τους, έγιναν μαθητές λυκείου. Και ο Χίτλερ έγινε μωρό υπέθεσε ο Μπίλι Πίλγκριμ. Αυτό δεν ήταν στην ταινία. Ο Μπίλι έκανε μια εκτίμηση. Όλοι έγιναν μωρά και σύσσωμη η ανθρωπότητα χωρίς εξαιρέσεις έκανε μια βιολογική συνομωσία για να δημιουργήσει δύο τέλειους ανθρώπους, τον Αδάμ και την Εύα.»
«Όταν μας βομβάρδιζαν στη Δρέσδη», γράφει στο τελευταίο βιβλίο του, Ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα, «και ήμασταν σ’ ένα υπόγειο με τα χέρια πάνω από τα κεφάλια μας για την περίπτωση που θα έπεφτε η οροφή, ένας στρατιώτης, λες και ήταν δούκισσα που καθόταν στην έπαυλή της μια κρύα, βροχερή νύχτα, είπε: “Αναρωτιέμαι, μια νύχτα σαν την αποψινή, πώς να τα φέρνουν βόλτα οι φτωχοί;”. Κανένας δε γέλασε, κι όμως ήμασταν χαρούμενοι που το είπε. Τουλάχιστον ήμασταν ακόμα ζωντανοί! Εκείνος το απέδειξε.»
«Είδα την καταστροφή της Δρέσδης. Είδα την πόλη πριν από την επίθεση κι έπειτα, βγαίνοντας από το αντιαεροπορικό καταφύγιο, την ξαναείδα και σίγουρα μία από τις αντιδράσεις μου ήταν το γέλιο. Μόνο ο Θεός ξέρει ότι μ’ αυτό τον τρόπο η ψυχή ανακουφίζεται». Το γέλιο, ωστόσο, δεν είναι πάντα εύκολο και δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από είκοσι χρόνια για να κατορθώσει ο Βόνεγκατ να συνθέσει και να ολοκληρώσει το Σφαγείο νούμερο πέντε, το πιο γνωστό του μυθιστόρημα, στο οποίο, ως αυτόπτης μάρτυρας, δίνει τη δική του εκδοχή για μια από τις μεγαλύτερες σφαγές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία διαπράχθηκε μάλιστα από την πλευρά των Συμμάχων: 135.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην επιδρομή που πραγματοποίησαν οι Άγγλοι κατά της Δρέσδης στις 13 Φεβρουαρίου του 1945.»
«Σφαγείο νούμερο πέντε», Κερτ Βόνεγκατ, εκδ. Κέδρος, (Απόσπασμα):
«Ο Μπίλι...ξεκόλλησε ελαφρά από το χρόνο, είδε τη νυχτερινή ταινία στην τηλεόραση ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή, ύστερα πάλι από την αρχή προς το τέλος. Ήταν μια ταινία με θέμα τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά και τους γενναίους πιλότους τους. Βλέποντας την ταινία από το τέλος προς την αρχή ο Μπίλι είδε το εξής:
Διάτρητα αμερικάνικα αεροπλάνα, τραυματίες και πτώματα πετούσαν ανάποδα από ένα αεροδρόμιο στην Αγγλία. Πάνω από τη Γαλλία μερικά γερμανικά καταδιωκτικά τους επιτέθηκαν ανάποδα, ρουφώντας σφαίρες και θραύσματα οβίδων από μερικά από τα αεροπλάνα και τα πληρώματά τους. Έκαναν το ίδιο και σε μερικά αμερικάνικα αεροσκάφη που είχαν συντριβεί στο έδαφος, τα οποία πέταξαν ανάποδα και ενώθηκαν με το σχηματισμό.
Ο σχηματισμός πέταξε ανάποδα πάνω από μια φλεγόμενη γερμανική πόλη. Τα βομβαρδιστικά άνοιξαν τις καταπακτές ρίψης δημιουργώντας ένα θαυμαστό μαγνητισμό, που έκανε τις φωτιές να συστέλλονται, να συγκεντρώνονται μέσα σε ατσάλινους κυλίνδρους, σήκωνε τους κυλίνδρους και τους έβαζε μέσα στις καταπακτές των αεροπλάνων. Οι κύλινδροι στοιβάζονταν τακτικά σε ράφια. Οι Γερμανοί είχαν τα δικά τους θαυμαστά μηχανήματα, τα οποία ήταν επιμήκεις ατσάλινοι σωλήνες. Τα χρησιμοποιούσαν για να ρουφούν περισσότερα θραύσματα από τα πληρώματα και τα αεροσκάφη. Όμως υπήρχαν ακόμη μερικοί Αμερικανοί τραυματίες και κάποια από τα βομβαρδιστικά είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές. Πάνω από τη Γαλλία όμως τα γερμανικά καταδιωκτικά εμφανίστηκαν πάλι κάνοντας τους πάντες και τα πάντα να φαίνονται ολοκαίνουργια.
Όταν τα βομβαρδιστικά επέστρεψαν στη βάση τους, οι ατσάλινοι κύλινδροι βγήκαν από τα ράφια και στάλθηκαν πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου σε εργοστάσια που λειτουργούσαν μέρα νύχτα, οι κύλινδροι αποσυναρμολογούνταν και τα επικίνδυνα περιεχόμενά τους ξεχωρίζονταν σε μέταλλα. Το συγκινητικό ήταν ότι τη δουλειά την έκαναν κυρίως γυναίκες. Ύστερα τα μέταλλα στέλνονταν σε ειδικούς σε απομακρυσμένες περιοχές. Η δουλειά των ειδικών ήταν να τα θάβουν στο έδαφος, να τα κρύβουν έξυπνα, έτσι ώστε να μην ξαναβλάψουν ποτέ κανέναν.
Οι Αμερικανοί πιλότοι επέστρεψαν τις στολές τους, έγιναν μαθητές λυκείου. Και ο Χίτλερ έγινε μωρό υπέθεσε ο Μπίλι Πίλγκριμ. Αυτό δεν ήταν στην ταινία. Ο Μπίλι έκανε μια εκτίμηση. Όλοι έγιναν μωρά και σύσσωμη η ανθρωπότητα χωρίς εξαιρέσεις έκανε μια βιολογική συνομωσία για να δημιουργήσει δύο τέλειους ανθρώπους, τον Αδάμ και την Εύα.»
Tο ημερολόγιο της Άννας Φρανκ
Στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, η 12χρονη Eβραία Άννα Φρανκ έγραφε τις σκέψεις της στο ημερολόγιό της, ενώ κρυβόταν από τους Γερμανούς κατακτητές.
Τετάρτη 3 Μαρτίου 1944
Είναι μια φοβερή εποχή. Γύρω λυσσομανάει ο πόλεμος και κανένας δε γνωρίζει αν θα είναι ζωντανός την άλλη μέρα. Θυμάμαι που ζούσαμε όλοι μαζί στην πόλη και περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή να την αδειάσουν ή να φύγουμε. Οι μέρες μας ήταν γεμάτες κανονιές και πυροβολισμούς και τις νύχτες μυστηριώδεις ήχοι έρχονταν από τα βάθη. Αυτό συνεχίστηκε έτσι καμιά βδομάδα, ώσπου ένα βράδυ μάς σκέπασε μια νύχτα που κρατάει ακόμη και σήμερα.Θυμάμαι σαν τώρα εκείνη τη στιγμή. Πρέπει να ήταν αργά το βράδυ, όταν ακούστηκαν ξαφνικά τρομερές εκρήξεις. Το βάλαμε στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Παντού γύρω μας έτρεχαν άνθρωποι που φώναζαν. Τα σπίτια καίγονταν, έτσι ώστε όλα τα πράγματα φαίνονταν πυρωμένα και κόκκινα. Δεν είναι δυνατό να πω πόση ώρα έτρεχα έτσι, πάντα με την εικόνα των σπιτιών που καίγονταν, των προσώπων που ούρλιαζαν παραμορφωμένα μπρος στα μάτια μου. Συνέχεια αναρωτιόμαστε απελπισμένα: «Γιατί πρέπει να γίνεται ο πόλεμος; Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν ειρηνικά; Γιατί όλη αυτή η καταστροφή;». Στο ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολο να βρούμε απάντηση. Αλήθεια, γιατί φτιάχνουν ολοένα μεγαλύτερα αεροπλάνα με όλο και πιο βαριές βόμβες, ενώ την ίδια στιγμή χτίζουν τα κατεστραμμένα σπίτια; Γιατί σπαταλούν δισεκατομμύρια κάθε μέρα για τον πόλεμο, ενώ φαίνεται ότι δεν υπάρχει ούτε μια δεκάρα διαθέσιμη για τα φάρμακα, τους φτωχούς και τους καλλιτέχνες; Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που πεινούν, ενώ σε άλλα μέρη της γης έχουν τόσα τρόφιμα που τα αφήνουν να σαπίζουν; Μήπως οι άνθρωποι είναι τρελοί;
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπεύθυνοι για τον πόλεμο είναι μόνο οι ισχυροί, οι πλούσιοι και οι πολιτικοί. Όχι, και οι απλοί άνθρωποι μπορεί να θέλουν τον πόλεμο, αλλιώς οι λαοί θα είχαν επαναστατήσει προ πολλού. Είναι το ένστικτο της καταστροφής που οδηγεί τους ανθρώπους στον πόλεμο, κι αν όλο το ανθρώπινο γένος, χωρίς εξαίρεση, δεν αλλάξει, οι πόλεμοι δεν πρόκειται να σταματήσουν. Οι πολιτισμοί θα καταστρέφονται, ό,τι ωραίο χτίζεται θα γκρεμίζεται και η ανθρωπότητα θα αρχίζει ξανά και ξανά από την αρχή.
Έχω νιώσει πολλές φορές παγιδευμένη αλλά ποτέ απελπισμένη. Στο ημερολόγιό μου μιλάω για τις στερήσεις σαν να πρόκειται για κάτι διασκεδαστικό. Έχω πάρει την απόφαση να ζήσω μια ενδιαφέρουσα ζωή, διαφορετική από τη ζωή του απλού κοριτσιού και, αργότερα, από τη ζωή της απλής νοικοκυράς. Είμαι νέα και δυνατή. Είναι ανάγκη να επιβιώσω και αρνούμαι να κλαίω όλη την ώρα. Κάθε μέρα ωριμάζω εσωτερικά και αισθάνομαι την ειρήνη να πλησιάζει.
Tο ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, εκδ. Zαχαρόπουλος, Aθήνα, 1983 (διασκευή)
Στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, η 12χρονη Eβραία Άννα Φρανκ έγραφε τις σκέψεις της στο ημερολόγιό της, ενώ κρυβόταν από τους Γερμανούς κατακτητές.
Τετάρτη 3 Μαρτίου 1944
Είναι μια φοβερή εποχή. Γύρω λυσσομανάει ο πόλεμος και κανένας δε γνωρίζει αν θα είναι ζωντανός την άλλη μέρα. Θυμάμαι που ζούσαμε όλοι μαζί στην πόλη και περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή να την αδειάσουν ή να φύγουμε. Οι μέρες μας ήταν γεμάτες κανονιές και πυροβολισμούς και τις νύχτες μυστηριώδεις ήχοι έρχονταν από τα βάθη. Αυτό συνεχίστηκε έτσι καμιά βδομάδα, ώσπου ένα βράδυ μάς σκέπασε μια νύχτα που κρατάει ακόμη και σήμερα.Θυμάμαι σαν τώρα εκείνη τη στιγμή. Πρέπει να ήταν αργά το βράδυ, όταν ακούστηκαν ξαφνικά τρομερές εκρήξεις. Το βάλαμε στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Παντού γύρω μας έτρεχαν άνθρωποι που φώναζαν. Τα σπίτια καίγονταν, έτσι ώστε όλα τα πράγματα φαίνονταν πυρωμένα και κόκκινα. Δεν είναι δυνατό να πω πόση ώρα έτρεχα έτσι, πάντα με την εικόνα των σπιτιών που καίγονταν, των προσώπων που ούρλιαζαν παραμορφωμένα μπρος στα μάτια μου. Συνέχεια αναρωτιόμαστε απελπισμένα: «Γιατί πρέπει να γίνεται ο πόλεμος; Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν ειρηνικά; Γιατί όλη αυτή η καταστροφή;». Στο ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολο να βρούμε απάντηση. Αλήθεια, γιατί φτιάχνουν ολοένα μεγαλύτερα αεροπλάνα με όλο και πιο βαριές βόμβες, ενώ την ίδια στιγμή χτίζουν τα κατεστραμμένα σπίτια; Γιατί σπαταλούν δισεκατομμύρια κάθε μέρα για τον πόλεμο, ενώ φαίνεται ότι δεν υπάρχει ούτε μια δεκάρα διαθέσιμη για τα φάρμακα, τους φτωχούς και τους καλλιτέχνες; Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που πεινούν, ενώ σε άλλα μέρη της γης έχουν τόσα τρόφιμα που τα αφήνουν να σαπίζουν; Μήπως οι άνθρωποι είναι τρελοί;
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπεύθυνοι για τον πόλεμο είναι μόνο οι ισχυροί, οι πλούσιοι και οι πολιτικοί. Όχι, και οι απλοί άνθρωποι μπορεί να θέλουν τον πόλεμο, αλλιώς οι λαοί θα είχαν επαναστατήσει προ πολλού. Είναι το ένστικτο της καταστροφής που οδηγεί τους ανθρώπους στον πόλεμο, κι αν όλο το ανθρώπινο γένος, χωρίς εξαίρεση, δεν αλλάξει, οι πόλεμοι δεν πρόκειται να σταματήσουν. Οι πολιτισμοί θα καταστρέφονται, ό,τι ωραίο χτίζεται θα γκρεμίζεται και η ανθρωπότητα θα αρχίζει ξανά και ξανά από την αρχή.
Έχω νιώσει πολλές φορές παγιδευμένη αλλά ποτέ απελπισμένη. Στο ημερολόγιό μου μιλάω για τις στερήσεις σαν να πρόκειται για κάτι διασκεδαστικό. Έχω πάρει την απόφαση να ζήσω μια ενδιαφέρουσα ζωή, διαφορετική από τη ζωή του απλού κοριτσιού και, αργότερα, από τη ζωή της απλής νοικοκυράς. Είμαι νέα και δυνατή. Είναι ανάγκη να επιβιώσω και αρνούμαι να κλαίω όλη την ώρα. Κάθε μέρα ωριμάζω εσωτερικά και αισθάνομαι την ειρήνη να πλησιάζει.
Tο ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, εκδ. Zαχαρόπουλος, Aθήνα, 1983 (διασκευή)
Γιε μου, μονάκριβε μου.
Στίχοι: Γιάννης Περγαντάς
Μουσική: Κώστας Χατζής
Γιε μου, μονάκριβέ μου,
σε μαρμαρώσανε
σε μια μικρή πλατεία
σαν σε σκοτώσανε.
Και γράψανε στην πλάκα
με τόση υποκρισία:
"Έπεσε πολεμώντας
για την Ελευθερία".
Μα εγώ μικρό μου αγόρι,
που σε μεγάλωσα,
σε φύλαξα απ’ το ξεροβόρι
και σ’ ανάστησα.
Σου δίνω την ευχή μου
και τη συμβουλή μου
να λες σ’ αυτούς που σε κοιτάνε
με λυπημένα βλέμματα
πως βρίσκεσαι εκεί,
γιατί σου είπαν ψέματα.
Στίχοι: Γιάννης Περγαντάς
Μουσική: Κώστας Χατζής
Γιε μου, μονάκριβέ μου,
σε μαρμαρώσανε
σε μια μικρή πλατεία
σαν σε σκοτώσανε.
Και γράψανε στην πλάκα
με τόση υποκρισία:
"Έπεσε πολεμώντας
για την Ελευθερία".
Μα εγώ μικρό μου αγόρι,
που σε μεγάλωσα,
σε φύλαξα απ’ το ξεροβόρι
και σ’ ανάστησα.
Σου δίνω την ευχή μου
και τη συμβουλή μου
να λες σ’ αυτούς που σε κοιτάνε
με λυπημένα βλέμματα
πως βρίσκεσαι εκεί,
γιατί σου είπαν ψέματα.
Γιάννη Ρίτσου, «Ειρήνη»
Τ' όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη.
Τ' όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη.
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ' τα δέντρα,
είναι η ειρήνη.
Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κ' οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που 'σκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές που 'καψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κ' οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι η μυρωδιά του φαγητού το βράδι,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκίνητου στο δρόμο δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παράθυρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός
γιορτάζοντας τα μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κ' ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει.
Τότε που τα στάχυα γέρνουν τόνα στ' άλλο λέγοντας: το φως το φως, το φως,
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως
είναι η ειρήνη.
Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα
τότε που τ' ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ' το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ' το κουρείο της συνοικίας φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο
είναι η ειρήνη.
Τότε που η μέρα που πέρασε
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδι
κ' είναι μια κερδισμένη μέρα κ' ένας δίκαιος ύπνος
τότε που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ' τις γωνιές του χρόνου
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ' αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφέ μου — όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε
είναι η ειρήνη.
Τότε που ο θάνατος πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά
κ' οι καμινάδες δείχνουν με σίγουρα δάχτυλα την ευτυχία,
τότε που το μεγάλο γαρύφαλλο του δειλινού
το ίδιο μπορεί να το μυρίσει ο ποιητής κι ο προλετάριος
είναι η ειρήνη.
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας.
Μονάχα αυτό.
Τίποτ' άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ' αλέτρια που χαράζουν βαθειές αυλακιές σ' όλη τη γης
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη. Τίποτ' άλλο. Ειρήνη.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.
Αδέρφια μου,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει
όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρά του.
Δόστε τα χέρια, αδέρφια μου,
αυτό 'ναι η ειρήνη.
ΑΘΗΝΑ, Γενάρης 1953
Από τη συλλογή Αγρύπνια (1941-1953)
[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1960, Β΄ τόμος, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθηνα 1961, σ. 173-175]
Τ' όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη.
Τ' όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη.
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ' τα δέντρα,
είναι η ειρήνη.
Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κ' οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που 'σκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές που 'καψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κ' οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι η μυρωδιά του φαγητού το βράδι,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκίνητου στο δρόμο δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παράθυρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός
γιορτάζοντας τα μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κ' ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει.
Τότε που τα στάχυα γέρνουν τόνα στ' άλλο λέγοντας: το φως το φως, το φως,
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως
είναι η ειρήνη.
Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα
τότε που τ' ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ' το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ' το κουρείο της συνοικίας φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο
είναι η ειρήνη.
Τότε που η μέρα που πέρασε
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδι
κ' είναι μια κερδισμένη μέρα κ' ένας δίκαιος ύπνος
τότε που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ' τις γωνιές του χρόνου
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ' αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφέ μου — όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε
είναι η ειρήνη.
Τότε που ο θάνατος πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά
κ' οι καμινάδες δείχνουν με σίγουρα δάχτυλα την ευτυχία,
τότε που το μεγάλο γαρύφαλλο του δειλινού
το ίδιο μπορεί να το μυρίσει ο ποιητής κι ο προλετάριος
είναι η ειρήνη.
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας.
Μονάχα αυτό.
Τίποτ' άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ' αλέτρια που χαράζουν βαθειές αυλακιές σ' όλη τη γης
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη. Τίποτ' άλλο. Ειρήνη.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.
Αδέρφια μου,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει
όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρά του.
Δόστε τα χέρια, αδέρφια μου,
αυτό 'ναι η ειρήνη.
ΑΘΗΝΑ, Γενάρης 1953
Από τη συλλογή Αγρύπνια (1941-1953)
[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1960, Β΄ τόμος, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθηνα 1961, σ. 173-175]
Η μητέρα του σκύλου - Παύλος Μάτεσις (απόσπασμα)
Η μητέρα μου δεν έλεγε να βγει από το σπίτι. Εκτός από κανένα βραδάκι, όταν τη φώναζε η κυρία Κανέλλω να κάνουν λίγη παρέα, είτε να τη βοηθήσει στην μπουγάδα, ξέβγαλμα. Στο μεταξύ είχανε χαλαρώσει τα αυστηρά μέτρα, ο κατακτητής είχε καταλάβει πως ήμαστε υπάκουοι κατεχόμενοι και η κυκλοφορία επιτρεπόταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Ο κινηματόγραφος άρχισε πάλι, βέβαια όλο γερμανικές οπερέττες με τη Μαρίκα Ρεκ και ουγγαρέζικα κοινωνικά με τον Πωλ Γιαβόρ και την Καταλίνα Καράντυ βάζανε, και κάτι λίγα ιταλικά.
Στον κινηματόγραφο πήγαινα με τον Φάνη μας, μας έμπαζε τζάμπα ο κύριος Βιττόριο, της Καραμπινερίας και αυτός, αντικαταστάτης του κυρ Άλφιο, που είχε γυρίσει στην πατρίδα του τότε. Το εισιτήριο ήτανε φτηνό, γενική είσοδος πέντε εκατομμύρια, πολύ φτηνό αν σκεφτείς πως ένα κουτί σπίρτα είχε τρία εκατομμύρια, αλλά εμείς πού να τα βρούμε. Γέμιζα σταφίδα την τσέπη του Φάνη μας και πηγαίναμε πέντε μ’ εφτά. Προτού μπούμε ρωτούσαμε τον μπάρμπα-Γρηγόρη στην είσοδο, φαΐ έχει; Και μπαίναμε.
Διότι διαλέγαμε έργα όπου έδειχναν φαγητό. Στα κοινωνικά, δεν τρώγανε. Στις οπερέττες όμως είχε πάντα σκηνές με επίσημα δείπνα, τραπέζι φορτωμένο φαγιά, και οι πρωταγωνιστές όλο να μιλάνε και να μην τρώνε καθόλου. Αφού μια μέρα ένας θεατής φωνάζει του Βίλλυ Φριτς στην οθόνη, φάτε και τίποτα μωρέ! Ο κόσμος παρακολουθούσε και αναγλειφόταν με τα φαγιά, κι έβαλε τα γέλια μόλις τ’ άκουσε αυτό. Όμως ένας Γερμανός φαντάρος που έβλεπε το έργον νόμισε πως του βρίσανε την πατρίδα του και τον εξέρανε στις μπουνιές τον ανθρωπάκο που το φώναξε.
Μ’ αυτά τα έργα χορταίναμε, γιατί είχε και δεύτερη σκηνή φαγητού, όταν ο αστέρας πήγαινε την πρωταγωνίστρια σε εστιατόριο, ή σε σεπαρέ, για να την αποπλανήσει. Στην αρχή όλο έπιναν και το κοινό θύμωνε. Μετά όμως ερχόταν και το φαγητό. Πολύ άνοστα πράματα έμοιαζαν, όλο στρείδια, χαβιάρια, εγώ από τότε σιχαίνομαι τα θαλασσινά. Φασολάδα ή ψητό, είτε κεφαλάκι στον φούρνο, δεν τρώγανε ποτέ. Σ’ ένα έργο μόνο φάγανε κάτι αυγά. Πολλές φορές, όταν τέλειωναν οι σκηνές με τα φαγιά, με τραβολογούσε ο Φάνης να φύγουμε, γιατί μετά όλο ερωτικές σκηνές και σαλιαρίσματα είχε, από τότε φαίνεται καταδίκασα γενικώς τον έρωτα· γενικώς τον θεωρούσα λιγάκι σαν εγχείρηση στο κρεβάτι, κι ας πλαντάζει ο αρσενικός απάνω μου, ακόμα και σήμερα δηλαδή.
Η μητέρα μου δεν έλεγε να βγει από το σπίτι. Εκτός από κανένα βραδάκι, όταν τη φώναζε η κυρία Κανέλλω να κάνουν λίγη παρέα, είτε να τη βοηθήσει στην μπουγάδα, ξέβγαλμα. Στο μεταξύ είχανε χαλαρώσει τα αυστηρά μέτρα, ο κατακτητής είχε καταλάβει πως ήμαστε υπάκουοι κατεχόμενοι και η κυκλοφορία επιτρεπόταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Ο κινηματόγραφος άρχισε πάλι, βέβαια όλο γερμανικές οπερέττες με τη Μαρίκα Ρεκ και ουγγαρέζικα κοινωνικά με τον Πωλ Γιαβόρ και την Καταλίνα Καράντυ βάζανε, και κάτι λίγα ιταλικά.
Στον κινηματόγραφο πήγαινα με τον Φάνη μας, μας έμπαζε τζάμπα ο κύριος Βιττόριο, της Καραμπινερίας και αυτός, αντικαταστάτης του κυρ Άλφιο, που είχε γυρίσει στην πατρίδα του τότε. Το εισιτήριο ήτανε φτηνό, γενική είσοδος πέντε εκατομμύρια, πολύ φτηνό αν σκεφτείς πως ένα κουτί σπίρτα είχε τρία εκατομμύρια, αλλά εμείς πού να τα βρούμε. Γέμιζα σταφίδα την τσέπη του Φάνη μας και πηγαίναμε πέντε μ’ εφτά. Προτού μπούμε ρωτούσαμε τον μπάρμπα-Γρηγόρη στην είσοδο, φαΐ έχει; Και μπαίναμε.
Διότι διαλέγαμε έργα όπου έδειχναν φαγητό. Στα κοινωνικά, δεν τρώγανε. Στις οπερέττες όμως είχε πάντα σκηνές με επίσημα δείπνα, τραπέζι φορτωμένο φαγιά, και οι πρωταγωνιστές όλο να μιλάνε και να μην τρώνε καθόλου. Αφού μια μέρα ένας θεατής φωνάζει του Βίλλυ Φριτς στην οθόνη, φάτε και τίποτα μωρέ! Ο κόσμος παρακολουθούσε και αναγλειφόταν με τα φαγιά, κι έβαλε τα γέλια μόλις τ’ άκουσε αυτό. Όμως ένας Γερμανός φαντάρος που έβλεπε το έργον νόμισε πως του βρίσανε την πατρίδα του και τον εξέρανε στις μπουνιές τον ανθρωπάκο που το φώναξε.
Μ’ αυτά τα έργα χορταίναμε, γιατί είχε και δεύτερη σκηνή φαγητού, όταν ο αστέρας πήγαινε την πρωταγωνίστρια σε εστιατόριο, ή σε σεπαρέ, για να την αποπλανήσει. Στην αρχή όλο έπιναν και το κοινό θύμωνε. Μετά όμως ερχόταν και το φαγητό. Πολύ άνοστα πράματα έμοιαζαν, όλο στρείδια, χαβιάρια, εγώ από τότε σιχαίνομαι τα θαλασσινά. Φασολάδα ή ψητό, είτε κεφαλάκι στον φούρνο, δεν τρώγανε ποτέ. Σ’ ένα έργο μόνο φάγανε κάτι αυγά. Πολλές φορές, όταν τέλειωναν οι σκηνές με τα φαγιά, με τραβολογούσε ο Φάνης να φύγουμε, γιατί μετά όλο ερωτικές σκηνές και σαλιαρίσματα είχε, από τότε φαίνεται καταδίκασα γενικώς τον έρωτα· γενικώς τον θεωρούσα λιγάκι σαν εγχείρηση στο κρεβάτι, κι ας πλαντάζει ο αρσενικός απάνω μου, ακόμα και σήμερα δηλαδή.
Γιώργου Σεφέρη, Ελένη
ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς;
Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων,
σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους
στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
Τυφλὴ φωνὴ ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη
βήματα καὶ χειρονομίες. Δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα,
καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων
ἢ τῶν θεῶν.
Ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει
ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα
καὶ μίαν ἄλλη Σαλαμίνα
μ᾿ ἔφερε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι.
Τὸ φεγγάρι
βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη,
σκέπασε τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης.
τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.
Ἀηδόνι ποιητάρη,
σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα
σ᾿ ἄκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνάμεσό τους - ποιὸς θὰ τὄ᾿ λέγε; - ἡ Ἑλένη!
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν.
ἂν εἶναι ἀλήθεια
πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο
εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει
μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε
πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.
ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς;
Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων,
σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους
στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
Τυφλὴ φωνὴ ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη
βήματα καὶ χειρονομίες. Δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα,
καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων
ἢ τῶν θεῶν.
Ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει
ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα
καὶ μίαν ἄλλη Σαλαμίνα
μ᾿ ἔφερε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι.
Τὸ φεγγάρι
βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη,
σκέπασε τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης.
τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.
Ἀηδόνι ποιητάρη,
σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα
σ᾿ ἄκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνάμεσό τους - ποιὸς θὰ τὄ᾿ λέγε; - ἡ Ἑλένη!
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν.
ἂν εἶναι ἀλήθεια
πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο
εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει
μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε
πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.
Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου - 1978
Στίχοι: Μπέρτολτ Μπρέχτ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει
Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
Πώς ν’αναρωτηθούν πού’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά’χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους
Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δε θα υψωθούν
Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ’ αυτές θα σφραγιστεί
Μ’ έναν σταυρό
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι’αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα’ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως είναι τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος και ειρήνη
Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί
Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε πόλεμο
Αυτός που το’χε γράψει
Έπεσε κι όλας
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά
Να ο δρόμος για το μνήμα
Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμος
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε απ’ την πείνα
Τους νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε το ίδιο
Σαν θα’ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
Είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός
Νύχτα
Τ’ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά
Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
χρειάζεται οδηγό
Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο
Κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
χρειάζεται πιλότο
Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
ξέρει να σκέφτεται
Στίχοι: Μπέρτολτ Μπρέχτ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει
Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
Πώς ν’αναρωτηθούν πού’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά’χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους
Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δε θα υψωθούν
Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ’ αυτές θα σφραγιστεί
Μ’ έναν σταυρό
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι’αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα’ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως είναι τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος και ειρήνη
Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί
Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε πόλεμο
Αυτός που το’χε γράψει
Έπεσε κι όλας
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά
Να ο δρόμος για το μνήμα
Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμος
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε απ’ την πείνα
Τους νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε το ίδιο
Σαν θα’ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
Είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός
Νύχτα
Τ’ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά
Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
χρειάζεται οδηγό
Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο
Κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
χρειάζεται πιλότο
Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
ξέρει να σκέφτεται
«Ζητείται ελπίς» ,Α. Σαμαράκη
Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη :απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από 200 μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήταν παίξε γέλασε.
Είχανε κάπου 3 βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
Και στις δύο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
Οι πληροφορίες του ήτανε πως οι άλλοι είχανε 2 τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζουν να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δύο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει 3 βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήταν λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δύο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δύο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή τη Μεραρχίας…
-Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του εκείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι …
Ξύπνησε βαλαντωμένος. Δεν είχε ακόμα φέξει.
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! ‘ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα μην ήτανε κανένας από τους άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δύο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσαν περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους άλλους. Πως να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή τη διέκοψε ένα φτέρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθεια του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει, ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο άλλος είχε γίνει ένα άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντίπερα όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.
Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη :απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από 200 μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήταν παίξε γέλασε.
Είχανε κάπου 3 βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
Και στις δύο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
Οι πληροφορίες του ήτανε πως οι άλλοι είχανε 2 τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζουν να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δύο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει 3 βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήταν λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δύο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δύο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή τη Μεραρχίας…
-Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του εκείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι …
Ξύπνησε βαλαντωμένος. Δεν είχε ακόμα φέξει.
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! ‘ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα μην ήτανε κανένας από τους άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δύο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσαν περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους άλλους. Πως να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή τη διέκοψε ένα φτέρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθεια του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει, ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο άλλος είχε γίνει ένα άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντίπερα όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.
Ζλάτα Φιλίποβιτς - Ενα ημερολόγιο από το Σεράγεβο
"ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΠΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥΣ ! ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΒΙΔΕΣ ΠΟΥ ΠΕΦΤΟΥΝ! ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΥΣΤΥΧΙΑ! ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΟΒΟ!
Η ζωή μου δεν είναι όλα αυτά!
Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς μια μαθήτρια έντεκα χρονών επειδή θέλει να ζήσει! Μια μαθήτρια που δεν πηγαίνει πια στο σχολείο, που δεν νιώθει πια καμία χαρά, καμιά από τις συγκινήσεις μιας μαθήτριας. Ένα παιδί που δεν μπορεί να παίζει πια, που έχει μείνει χωρίς φίλες, χωρίς ήλιο, χωρίς πουλιά, χωρίς επαφή με τη φύση, χωρίς φρούτα, χωρίς σοκολάτες.....
Τρίτη 10 Αυγούστου 1992
...Δεν έχουμε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, τα φέρνουμε βόλτα όπως μπορούμε.
Όταν βγαίνω έξω και δεν πέφτουν πυροβολισμοί, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει, οι διακοπές όμως του νερού και του ηλεκτρικού ρεύματος, το σκοτάδι , ο χειμώνας, η έλλειψη ξυλείας και τροφίμων με ξαναφέρνουν στην πραγματικότητα και συνειδητοποιώ τότε ότι ο πόλεμος εξακολουθεί να είναι εδώ. Για ποιό λόγο? Για ποιό λόγο τα "κακομαθημένα παιδιά" δεν καταλήγουν σε μια συμφωνία; Πραγματικά διασκεδάζουν. Μαζί μας."
"ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΠΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥΣ ! ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΒΙΔΕΣ ΠΟΥ ΠΕΦΤΟΥΝ! ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΥΣΤΥΧΙΑ! ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΟΒΟ!
Η ζωή μου δεν είναι όλα αυτά!
Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς μια μαθήτρια έντεκα χρονών επειδή θέλει να ζήσει! Μια μαθήτρια που δεν πηγαίνει πια στο σχολείο, που δεν νιώθει πια καμία χαρά, καμιά από τις συγκινήσεις μιας μαθήτριας. Ένα παιδί που δεν μπορεί να παίζει πια, που έχει μείνει χωρίς φίλες, χωρίς ήλιο, χωρίς πουλιά, χωρίς επαφή με τη φύση, χωρίς φρούτα, χωρίς σοκολάτες.....
Τρίτη 10 Αυγούστου 1992
...Δεν έχουμε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, τα φέρνουμε βόλτα όπως μπορούμε.
Όταν βγαίνω έξω και δεν πέφτουν πυροβολισμοί, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει, οι διακοπές όμως του νερού και του ηλεκτρικού ρεύματος, το σκοτάδι , ο χειμώνας, η έλλειψη ξυλείας και τροφίμων με ξαναφέρνουν στην πραγματικότητα και συνειδητοποιώ τότε ότι ο πόλεμος εξακολουθεί να είναι εδώ. Για ποιό λόγο? Για ποιό λόγο τα "κακομαθημένα παιδιά" δεν καταλήγουν σε μια συμφωνία; Πραγματικά διασκεδάζουν. Μαζί μας."
Ευριπίδη Ελένη(στιχ.:1270-1276)
Ανέμυαλοι όσοι αποζητούν τη δόξα
με λόγχες και με δυνατά
στον πόλεμο κοντάρια,
λογιάζοντας αστόχαστα πως έτσι
θα πάψουν των θνητών τις συμφορές
γιατί, αν το δίκιο σου ζητάς με αίμα,
η αμάχη δε θα λείψει από το κόσμο.
Ανέμυαλοι όσοι αποζητούν τη δόξα
με λόγχες και με δυνατά
στον πόλεμο κοντάρια,
λογιάζοντας αστόχαστα πως έτσι
θα πάψουν των θνητών τις συμφορές
γιατί, αν το δίκιο σου ζητάς με αίμα,
η αμάχη δε θα λείψει από το κόσμο.
«Χιροσίµα (6 Αυγούστου 1945)»
... Ξαφνικά µια εκτυφλωτική λάµψη µ' έκανε να τιναχτώ, τα σπίτια µπροστά µας άρχισε να τρέµει και, σε µερικά λεπτά, σωριαζόταν σε ερείπια µέσα σ' ένα σύννεφο από σκόνη. Γύρω µας κι άλλα κτίρια κατέρρεαν σαν τραπουλόχαρτα. Φλόγες ξεπήδησαν από τα χαλάσµατα κι άρχισαν να φουντώνουν µε τη βοήθεια ενός ανέµου που γινόταν όλο και σφοδρότερος…. Είδα να παρελαύνουν από µπροστά µου ανθρώπινες σκιές, που έµοιαζαν µε λιτανεία φαντασµάτων. Μερικές απ' αυτές φαίνονταν να υποφέρουν από πόνους φρικτούς και βάδιζαν µε τα χέρια τεντωµένα. Αυτές οι µορφές µού προξένησαν ιδιαίτερη περιέργεια. Τέλος κατάλαβα ότι ήταν άνθρωποι φρικιαστικά καµένοι που ήθελαν να αποφύγουν την οδυνηρή επαφή των χεριών τους µε τα πληγωµένα πλευρά τους…. Οι σιωπηλοί δρόµοι ήταν γεµάτοι από πτώµατα. Η Χιροσίµα δεν ήταν πια µια πόλη, αλλά µια φλογισµένη έρηµος.»
(Μισιχίκο Χασίγια, Ηµερολόγιο της Χιροσίµα, Β. Σκουλάτου-Ν. Δημακοπούλου-Σ. Κόνδη, Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1983)
... Ξαφνικά µια εκτυφλωτική λάµψη µ' έκανε να τιναχτώ, τα σπίτια µπροστά µας άρχισε να τρέµει και, σε µερικά λεπτά, σωριαζόταν σε ερείπια µέσα σ' ένα σύννεφο από σκόνη. Γύρω µας κι άλλα κτίρια κατέρρεαν σαν τραπουλόχαρτα. Φλόγες ξεπήδησαν από τα χαλάσµατα κι άρχισαν να φουντώνουν µε τη βοήθεια ενός ανέµου που γινόταν όλο και σφοδρότερος…. Είδα να παρελαύνουν από µπροστά µου ανθρώπινες σκιές, που έµοιαζαν µε λιτανεία φαντασµάτων. Μερικές απ' αυτές φαίνονταν να υποφέρουν από πόνους φρικτούς και βάδιζαν µε τα χέρια τεντωµένα. Αυτές οι µορφές µού προξένησαν ιδιαίτερη περιέργεια. Τέλος κατάλαβα ότι ήταν άνθρωποι φρικιαστικά καµένοι που ήθελαν να αποφύγουν την οδυνηρή επαφή των χεριών τους µε τα πληγωµένα πλευρά τους…. Οι σιωπηλοί δρόµοι ήταν γεµάτοι από πτώµατα. Η Χιροσίµα δεν ήταν πια µια πόλη, αλλά µια φλογισµένη έρηµος.»
(Μισιχίκο Χασίγια, Ηµερολόγιο της Χιροσίµα, Β. Σκουλάτου-Ν. Δημακοπούλου-Σ. Κόνδη, Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1983)
Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Otto V.
Σὲ δυὸ λεπτὰ θὰ ἀκουστεῖ τὸ παράγγελμα «Ἐμπρός»
Δὲν πρέπει νὰ σκεφτεῖ κανένας τίποτε ἄλλο
Ἐμπρὸς ἡ σημαία μας κι ἐμεῖς ἐφ᾿ ὅπλου λόγχη ἀπὸ πίσω
Ἀπόψε θὰ χτυπήσεις ἀνελέητα καὶ θὰ θὰ χτυπηθεῖς
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ τραγουδώντας ρυθμικὰ ἐμβατήρια
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ ποὺ μαντεύονται χιλιάδες ἀνήσυχα μάτια
Ἐκεῖ ποὺ χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω ἀπὸ μία ἄλλη σημαία
Ἕτοιμα νὰ χτυπήσουν καὶ νὰ χτυπηθοῦν.
Σ᾿ ἕνα λεφτὸ πρέπει νὰ μᾶς δώσουν τὸ σύνθημα
Μιὰ λεξούλα μικρὴ ποὺ σὲ λίγο ἐξαίσια θὰ λάμψει.
(Κι ἐγὼ ποὺ ἔχω μία ψυχὴ παιδικὴ καὶ δειλὴ
Ποὺ δὲν θέλει τίποτε ἄλλο νὰ ξέρει ἀπὸ τὴν ἀγάπη
Κι ἐγὼ πολεμῶ τόσα χρόνια χωρίς, Θέ μου, νὰ μάθω γιατί
Καὶ δὲ βλέπω μπροστὰ τόσα χρόνια παρὰ μόνο τὸ δίδυμο ἀδερφό μου.)
Μ. Ἀναγνωστάκης
Σὲ δυὸ λεπτὰ θὰ ἀκουστεῖ τὸ παράγγελμα «Ἐμπρός»
Δὲν πρέπει νὰ σκεφτεῖ κανένας τίποτε ἄλλο
Ἐμπρὸς ἡ σημαία μας κι ἐμεῖς ἐφ᾿ ὅπλου λόγχη ἀπὸ πίσω
Ἀπόψε θὰ χτυπήσεις ἀνελέητα καὶ θὰ θὰ χτυπηθεῖς
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ τραγουδώντας ρυθμικὰ ἐμβατήρια
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ ποὺ μαντεύονται χιλιάδες ἀνήσυχα μάτια
Ἐκεῖ ποὺ χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω ἀπὸ μία ἄλλη σημαία
Ἕτοιμα νὰ χτυπήσουν καὶ νὰ χτυπηθοῦν.
Σ᾿ ἕνα λεφτὸ πρέπει νὰ μᾶς δώσουν τὸ σύνθημα
Μιὰ λεξούλα μικρὴ ποὺ σὲ λίγο ἐξαίσια θὰ λάμψει.
(Κι ἐγὼ ποὺ ἔχω μία ψυχὴ παιδικὴ καὶ δειλὴ
Ποὺ δὲν θέλει τίποτε ἄλλο νὰ ξέρει ἀπὸ τὴν ἀγάπη
Κι ἐγὼ πολεμῶ τόσα χρόνια χωρίς, Θέ μου, νὰ μάθω γιατί
Καὶ δὲ βλέπω μπροστὰ τόσα χρόνια παρὰ μόνο τὸ δίδυμο ἀδερφό μου.)
Μ. Ἀναγνωστάκης
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η ειρήνη:
Η ειρήνη:
- εξασφαλίζει τη ζωή
- επιτρέπει στον άνθρωπο να σχεδιάζει για το μέλλον
- εξασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία
- ευνοεί την ανάπτυξη αισθημάτων σεβασμού για το συνάνθρωπο
- δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα βελτίωσης μέσω της κοινωνικής προσφοράς και της αλληλεγγύης
- προωθεί τα ανθρωπιστικά ιδανικά
- οδηγεί τον άνθρωπο σε έργα δημιουργίας
- συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο του βιοτικού επιπεδου
- επιτρέπει τη μόρφωση, την καλλιέργεια και προωθεί την πολιτιστική ανάπτυξη των λαών
- προάγει την συνεργασία λαών και κρατών